Εκείνο πάντως που προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία είναι οι επιδόσεις της Ελλάδας στους ποιοτικούς δείκτες απασχόλησης. Σε σχέση με το εισόδημα, τον ελεύθερο χρόνο και την εργασιακή επισφάλεια, η Ελλάδα βρίσκεται στις χαμηλότερες θέσεις στην ΕΕ.
Όπως σημειώνεται στη σχετική έρευνα, η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ στα ποσοστά απασχόλησης στις ηλικίες 15-64 ετών, με 61,8%, ελάχιστα μπροστά από την Ιταλία που ακολουθεί με 61,5%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 70,4%.
Αντίστοιχα, στα ποσοστά ανεργίας, που υπολογίζονται με βάση τα άτομα που αναζητούν εργασία, η Ελλάδα είναι επίσης στη δεύτερη χειρότερη θέση, μετά την Ισπανία, με 10,8% τον Μάιο του 2024, έναντι 6% στην ΕΕ (ενώ συνολικά το πρώτο τρίμηνο του 2024 κυμάνθηκε στο 12,1%).
Πέρα όμως από τους ποσοτικούς δείκτες, αυτό που προβληματίζει περισσότερο είναι οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας μας στους ποιοτικούς δείκτες απασχόλησης, σε σχέση με το εισόδημα, τον ελεύθερο χρόνο και την εργασιακή επισφάλεια.
«Πρωταθλητισμός» στην ανεργία των γυναικών
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η χώρα μας έχει τα υψηλότερα ποσοστά γυναικείας ανεργίας σε όλη την Ευρώπη, με 14,3% το 2023 – ποσοστό υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο των κρατών-μελών της ΕΕ (6,3%), όπως χαρακτηριστικά σημειώνει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Ανάλογη απόκλιση καταγράφεται στα ποσοστά απασχόλησης ως προς το φύλο, με την Ελλάδα να σημειώνει επίσης αρνητική πρωτιά, σε όλη την Ευρώπη, με 18 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Παρά τη μείωσή του, έντονο παραμένει επίσης το πρόβλημα της ανεργίας των νέων, με το ποσοστό των ανέργων ηλικίας 15-29 ετών το 2023 να ανέρχεται στο 21,8%, σημειώνει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Πρόκειται επίσης για το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ των 27 για το 2023, σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ, που είναι 11,2% για την ίδια ηλικιακή κατηγορία.
Αν πάλι συγκρίνουμε την ανεργία των νέων με την ανεργία ανάμεσα στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη απόκλιση σε όλη την ΕΕ. Συγκεκριμένα, το ποσοστό ανεργίας των νέων υπερβαίνει κατά 12,7 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό ανεργίας των ατόμων ηλικίας 30-74 ετών. Πρόκειται για την υψηλότερη απόκλιση σε όλη την ΕΕ, με το εύρος της το 2023 να είναι επίσης σχεδόν διπλάσιο έναντι του μέσου όρου της Ένωσης.
Προβληματισμό δημιουργούν και οι επιδόσεις της χώρας σε μια σειρά από δείκτες που προσδιορίζουν το επίπεδο της ποιότητας της απασχόλησης στη χώρα μας. Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ επεξεργάστηκε τα αποτελέσματα στοχευμένης έρευνας του Eurofound (Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση της Διαβίωσης και της Εργασίας), που αφορούν το 2021 και δόθηκαν στη δημοσιότητα στα τέλη του 2023, σε συνδυασμό με τις πιο πρόσφατες αντίστοιχες μελέτες της Eurostat. Όπως σημειώνει, πρόκειται για στοιχεία που σκιαγραφούν το «ιδιαίτερα υποβαθμισμένο επίπεδο της ποιότητας της απασχόλησης στη χώρα μας» συγκριτικά με τα υπόλοιπα 26 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από τους πλέον ανησυχητικούς είναι ο σύνθετος δείκτης «Ποιότητα εισοδήματος», ο οποίος ενσωματώνει δύο βασικές παραμέτρους: τη δυνατότητα των εργαζομένων να τα βγάλουν πέρα οικονομικά και το βαθμό αβεβαιότητας των εργαζομένων σχετικά με το ύψος του εισοδήματός τους ύστερα από τρεις μήνες. Στην Ελλάδα, το 45% απάντησε στη σχετική έρευνα ότι αδυνατεί να ανταπεξέλθει με ευκολία στις υποχρεώσεις του – το υψηλότερο ποσοστό σε όλες τις χώρες της ΕΕ και σχεδόν διπλάσιο του μέσου όρου της Ένωσης. Αντίστοιχα, τρεις στους δέκα εργαζόμενους στην Ελλάδα (30,3%) αδυνατούν να προβλέψουν το ύψος των αποδοχών τους το επόμενο τρίμηνο, ποσοστό τρεις φορές υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ, με την Ελλάδα να καταγράφει καλύτερη επίδοση μόνο έναντι της Βουλγαρίας.
Οι μισθοί μπορεί να είναι χαμηλοί και αβέβαιοι, αντιθέτως σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα είναι το εργασιακό άγχος και η ένταση εργασίας. Το 64,3% των εργαζομένων στην Ελλάδα δηλώνουν ότι δουλεύουν πάντα ή συχνά υπό συνθήκες πολύ υψηλών ρυθμών εργασίας και σε ποσοστό 56,2% ότι έχουν πάντα ή συχνά σφιχτές προθεσμίες όσον αφορά τον χρόνο διεκπεραίωσης των εργασιών τους.
Τέλος, σχεδόν ένας στους τέσσερις εργαζόμενους (24,7%) αναγκάζεται να δουλεύει και μετά την τυπική λήξη του ωραρίου, αφιερώνοντας καθημερινά ή αρκετές ώρες την εβδομάδα, μέρος του ελεύθερου χρόνου του προκειμένου να καταφέρει να καλύψει διάφορες εργασιακές του υποχρεώσεις.