Νέα πλατφόρμα από την ΑΑΔΕ για ηλεκτρονική έκδοση του πιστοποιητικού
Μια νέα ψηφιακή διαδικασία για τη χορήγηση φορολογικής ενημερότητας στους φορολογούμενους με χρέη στην Εφορία εγκαινιάζουν την επόμενη εβδομάδα το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και η ΑΑΔΕ.
Όσοι έχουν ρυθμισμένες οφειλές και θέλουν να πωλήσουν κάποιο ακίνητο ή να εισπράξουν χρήματα από το δημόσιο δεν θα χρειάζεται να επισκέπτονται την Εφορία τους για να λάβουν τη φορολογική ενημερότητα. Θα υποβάλλουν την αίτηση ηλεκτρονικά στη ψηφιακή πλατφόρμα της ΑΑΔΕ και μέσα σε λίγα λεπτά θα εκδίδεται το πιστοποιητικό στο οποίο θα αναγράφεται και το ποσοστό που θα κρατήσει η Εφορία από τα χρήματα που θα εισπράξει ο φορολογούμενος από το δημόσιο ή από την πώληση του ακινήτου.
Σημειώνεται ότι σε περίπτωση που ο φορολογούμενος έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών ή έχει οφειλές μη ληξιπρόθεσμες ή σε αναστολή, δύναται να εκδοθεί αποδεικτικό ενημερότητας περιορισμένης ισχύος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα ενώ πάντα αναγράφεται το ποσοστό της παρακράτησης.
Κατά τη μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος, η ύπαρξη ρυθμισμένων ή βεβαιωμένων οφειλών καθώς και οφειλών σε αναστολή οδηγεί στην έκδοση ενημερότητας με παρακράτηση ποσοστού 70% επί του τιμήματος, εφόσον το τίμημα δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας, και έως το ύψος των ληξιπρόθεσμων ρυθμισμένων οφειλών στη Φορολογική Διοίκηση. Εάν υφίστανται ληξιπρόθεσμες οφειλές σε αναστολή άνω των 50.000 ευρώ, ορίζεται ποσοστό παρακράτησης 50% επί του τιμήματος, εφόσον αυτό δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας, και έως το ύψος των συνολικών οφειλών σε αναστολή. Εάν το τίμημα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και το ποσό της παρακράτησης, υπολογιζόμενο επί του τιμήματος είναι μικρότερο των οφειλών, εκδίδεται αποδεικτικό ενημερότητας με υπολογισμό του ποσού της παρακράτησης επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό της παρακράτησης που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτό δεν υπερβαίνει το τίμημα.
Διαφορετικά ποσοστά, σε συνάρτηση με το ύψος της ρυθμισμένης οφειλής που έχει αποπληρωθεί προβλέπονται στην περίπτωση είσπραξης χρημάτων. Σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, το ποσοστό παρακράτησης διαμορφώνεται σε :
- 10% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 70% της ρυθμισμένης οφειλής.
- 30% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του 50% έως και 70% της ρυθμισμένης οφειλής.
- 50% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό άνω του 30% έως και 50% της ρυθμισμένης οφειλής.
- 70% επί του εισπραττόμενου ποσού όταν η αιτία χορήγησης του αποδεικτικού είναι η είσπραξη χρημάτων και έχει καταβληθεί μέσω της ρύθμισης συνολικό ποσό έως και 30% της ρυθμισμένης οφειλής.
Τα ποσοστά παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχούν στην κάλυψη τουλάχιστον 2 δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης / ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού εφόσον οι εναπομένουσες δόσεις είναι έως και δώδεκα (12). Εάν οι εναπομένουσες δόσεις της τηρούμενης ρύθμισης / ρυθμίσεων είναι περισσότερες από 12 το ποσοστό παρακράτησης πρέπει να αντιστοιχεί στην κάλυψη τουλάχιστον 4 δόσεων της τηρούμενης ρύθμισης / ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού.
Στην περίπτωση περιοδικής είσπραξης χρημάτων το ποσοστό παρακράτησης ορίζεται στο 10% επί του εισπραττόμενου ποσού εφόσον το ποσό της ρυθμισμένης οφειλής που υπολείπεται δεν υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ. Εάν η συνολική εναπομένουσα ρυθμισμένη οφειλή είναι άνω των 20.000 ευρώ, τότε το ποσοστό που θα παρακρατείται από τα χρήματα θα πρέπει:
- να αντιστοιχεί στην κάλυψη 1 δόσης της τηρούμενης ρύθμισης/ ρυθμίσεων που έπονται της ημερομηνίας κατάθεσης του αιτήματος χορήγησης του αποδεικτικού ενημερότητας και
- να ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον 10% του εισπραττόμενου ποσού, αλλά να μην υπερβαίνει το 30% αυτού.