Επιβράδυνση προβλέπεται στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και τη μείωση της ανεργίας
Κατατέθηκε σήμερα 21 Νοεμβρίου στη Βουλή ο προϋπολογισμός 2023, ο οποίος ωστόσο όπως επισημαίνει το υπουργείο Οικονομικών, καταρτίστηκε υπό συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας, αναφορικά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Έτσι, καλείται να συγκεράσει προκλήσεις που αφορούν στην ενεργειακή κρίση, στην πληθωριστική πίεση στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, στην υγειονομική κρίση που έχει οδηγήσει σε αυξημένες δαπάνες στο σύστημα υγείας, αλλά και στις επιπλέον, έναντι του 2019 και παρελθόντων ετών, δαπάνες για την αναγκαία αμυντική θωράκιση της χώρας. Την ίδια στιγμή, παράλληλα, καλείται να διατηρήσει τη δημοσιονομική ισορροπία και τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης, σε χρονιά διεθνούς επιβράδυνσης ή και ύφεσης, αλλά και να υποστηρίξει ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ζωής και της ευημερίας όλων των πολιτών.
Συγκεκριμένα, ο νέος προϋπολογισμός προβλέπει άνοδο του ΑΕΠ κατά 1,8% το 2023 από 5,6% το 2022, με το ΑΕΠ να διαμορφώνεται σε 224,134 δισ. ευρώ από 210,170 δισ. ευρώ φέτος.
Ο πληθωρισμός προβλέπεται να αυξηθεί κατά 5% το 2023 από 9,7% φέτος.
Η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 1% από 7,2% φέτος και η δημόσια κατανάλωση θα μειωθεί κατά 1,5% από αύξηση 0,2% το 2022.
Υψηλά ποσοστά ανόδου θα καταγράψουν και το 2023 οι ιδιωτικές επενδύσεις, που θα αυξηθούν κατά 15,5% από 10% φέτος.
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να αυξηθούν κατά 1% (από 9,7% φέτος) και οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατά 2,6% (από 10,1%).
Τέλος, η ανεργία θα μειωθεί στο 12,6%, οριακά χαμηλότερη από το 12,7% εφέτος.
Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, το 2023 η ενεργειακή κρίση και οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία θα συνεχίσουν αναπόφευκτα να επιδρούν στην ελληνική οικονομία τόσο μέσω των καναλιών του πληθωρισμού και της αβεβαιότητας, όσο και μέσω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης στην ευρωζώνη οριακά πάνω από το επίπεδο της στασιμότητας.
Το τελευταίο διάστημα οι διεθνείς τιμές στο φυσικό αέριο και στο πετρέλαιο παρουσιάζουν αποκλιμάκωση λόγω των προβλέψεων για μείωση της ζήτησης εξαιτίας των ήπιων καιρικών συνθηκών, της υψηλής αποθεματοποίησης φυσικού αερίου στην Ευρώπη, της προσωρινής ισχυροποίησης του δολαρίου και των στόχων για μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης. Ωστόσο, η μεταβλητότητα των τιμών στην ενέργεια παραμένει υψηλή και εξαρτώμενη από την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, επεκτείνοντας την ανησυχία για ενδεχόμενη επίπτωση στις τιμές και στον επερχόμενο χειμώνα. Την ίδια στιγμή, ο βαθμός μετακύλισης του ενεργειακού κόστους σε αγαθά και υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στον πυρήνα του πληθωρισμού βαίνει αυξανόμενος τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία σε Ελλάδα και ευρωζώνη. Αυτό καθιστά πρόδηλο ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα συνεχίσουν να επηρεάζουν τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές και το 2023, με ένταση που αναμένεται να εξομαλυνθεί αργότερα απ' ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Παρόλα αυτά, επισημαίνεται από το υπουργείο, η ελληνική οικονομία, έχοντας το 2022 σχεδόν ανακτήσει τις απώλειες λόγω της πανδημίας για τις βασικές οικονομικές μεταβλητές από την πλευρά της παραγωγής, της ζήτησης και του εισοδήματος, προβλέπεται να συνεχίσει σε τροχιά ανάπτυξης το 2023, με ρυθμό που αντανακλά μεγαλύτερη ανθεκτικότητα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης απέναντι στην ενεργειακή κρίση. Ο αντίκτυπος της κρίσης πληθωρισμού στο ελληνικό ΑΕΠ προβλέπεται διαχειρίσιμος εάν συνυπολογιστούν κάποια σημαντικά δεδομένα, όπως είναι η κατάταξη της Ελλάδας στις πρώτες θέσεις της ΕΕ όσον αφορά στην κατανομή, εκταμίευση και απορρόφηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η συνεχιζόμενη ισχυρή στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από την ελληνική κυβέρνηση έναντι της ενεργειακής ακρίβειας, τα νέα μόνιμα αναπτυξιακά μέτρα από το 2023 και η προϋπάρχουσα της ενεργειακής κρίσης εύρωστη δυναμική της εγχώριας και εξωτερικής ζήτησης.
Την ίδια στιγμή, το 2023 είναι το πρώτο έτος κατά το οποίο η ελληνική οικονομία θα λειτουργήσει εκτός της στενής δημοσιονομικής επιτήρησης που ξεκίνησε το 2010 με το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής. Το γεγονός αυτό δίνει σήμα αναβάθμισης των οικονομικών προοπτικών της χώρας αποτελώντας μοχλό προσέλκυσης επενδύσεων και φέρνοντας τη χώρα πιο κοντά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, δεδομένου, μεταξύ άλλων, του χαμηλού κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, του σημαντικού ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αλλά και των συνετών δημοσιονομικών πολιτικών.
Στο πλαίσιο αυτό, το 2023 ο δημοσιονομικός σχεδιασμός αναμένεται να κινηθεί σε συγκριτικά στενότερα περιθώρια έναντι της μεγάλης δημοσιονομικής επέκτασης που ακολουθήθηκε για τις κρίσεις της πανδημίας και της ενέργειας την περίοδο 2020- 2022. Ωστόσο, η δημοσιονομική πολιτική, που στήριξε την ανάκαμψη σχήματος «V» της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να φέρει μακροοικονομικά οφέλη και στο 2023.
Οι αυτόματοι σταθεροποιητές της ελληνικής οικονομίας, που στην παρούσα συγκυρία δρουν προς αποφυγή μιας μεγάλης επιβράδυνσης της ανάπτυξης, ενισχύονται από το 2023 με τα νέα μέτρα ελάφρυνσης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά τη μόνιμη μείωση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών περίπου 2,2 εκατομμυρίων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα, με επέκταση του μέτρου στο δημόσιο και στους συνταξιούχους.
Πέραν αυτών των δύο μέτρων, τα νέα κυβερνητικά μέτρα στήριξης της οικονομίας με έναρξη εφαρμογής το 2023, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Μάιο 2023, την αναμόρφωση του ειδικού μισθολογίου των ιατρών του ΕΣΥ, τη διευθέτηση μισθολογικών αιτημάτων των ενόπλων δυνάμεων, την κατάργηση της ειδικής εισφοράς 1% υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), την αύξηση του στεγαστικού φοιτητικού επιδόματος, την επέκταση του επιδόματος μητρότητας στον ιδιωτικό τομέα, τα σημαντικά κίνητρα για επέκταση της πλήρους απασχόλησης, μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και του τέλους επιτηδεύματος, την αναστολή του ΦΠΑ για νέες οικοδομές και το συνολικό πλαίσιο δράσεων στήριξης της στέγασης, με επίκεντρο τη νέα γενιά.
Από την άνοιξη του 2023, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ενδυναμωθεί στη βάση των ως άνω μέτρων και της βαθμιαίας υποχώρησης του ρυθμού αύξησης του δείκτη τιμών. Σταδιακά μέσα στο 2023 οι διεθνείς τιμές στο πετρέλαιο αναμένεται να εξομαλυνθούν περαιτέρω, ενώ το ενεργειακό κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα συνεχίσει να επιδοτείται και οι συνέπειες της πανδημικής περιόδου στη λειτουργία της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας αναμένεται να έχουν πλέον εξαλειφθεί.
Ωστόσο, η μετακύληση του ενεργειακού κόστους σε αγαθά και υπηρεσίες για τα οποία οι τιμές τείνουν να αλλάζουν αργά, αναμένεται να διατηρήσει υψηλά τον πληθωρισμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ως αποτέλεσμα, ο ρυθμός πληθωρισμού το 2023 προβλέπεται ηπιότερος έναντι του 2022, αλλά αυξημένος έναντι των προβλέψεων του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2023 (από 3% σε 5%). Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί το 2023, κατά μέσο όρο, σε 7% στην ΕΕ και 6,1% στην ευρωζώνη.
Η προσήλωση στην υλοποίηση απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να φέρει αύξηση της ετήσιας συμβολής του στην ανάπτυξη στις 1,9 ποσοστιαίες μονάδες το 2023. Η ανωτέρω υλοποίηση προβλέπεται ότι θα αποτελέσει τον κύριο μοχλό επενδύσεων του 2023, των οποίων ο όγκος προβλέπεται κατά 15,5% υψηλότερος έναντι του 2022, και τον σημαντικό παράγοντα στήριξης της ανθεκτικότητας της αγοράς εργασίας που θα συντελέσει στη μείωση της ανεργίας κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα του εργατικού δυναμικού, σε ποσοστό 12,6%. Η μικρή αυτή βελτίωση κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα του ποσοστού ανεργίας οφείλεται τόσο στη μείωση της εξωτερικής ζήτησης όσο και στο αυξημένο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων. Πάντως, η συνολική απασχόληση προβλέπεται ανθεκτική το 2023, αυξανόμενη κατά 0,2% ή 9 χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Ο ρυθμός αύξησης της πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης εκτιμάται σε 1% έναντι του 2022, ελαφρώς μειωμένος έναντι των προβλέψεων του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2023. Αιτία της αναθεώρησης είναι οι προς τα πάνω αναθεωρήσεις μεγεθών όπως ο πληθωρισμός, η μισθολογική δαπάνη στην οικονομία και η εθνικολογιστική αποταμίευση των νοικοκυριών την περίοδο 2020- 2021, βάσει των αναθεωρημένων ετήσιων στοιχείων Εθνικών Λογαριασμών.
Η κατανάλωση της Γενικής Κυβέρνησης το 2023 αναμένεται να παραμείνει πάνω από το προ πανδημίας επίπεδο, ωστόσο ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της το 2023 εκτιμάται αρνητικός κατά 1,5%, εν μέσω της σταδιακής προσαρμογής στους μεσοπρόθεσμους στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής.
Ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας προβλέπεται να έχει αρνητική συμβολή στην πραγματική ανάπτυξη το 2023 για δεύτερο έτος, κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες. Η αρνητική συμβολή είναι το αποτέλεσμα της ταχείας αύξησης των εισαγωγών, και κυρίως των εισαγωγών αγαθών, ο όγκος των οποίων το 2022 και το 2023 αντιστοιχεί κατ' εκτίμηση στο 59,7% και στο 55,4% της συνολικής αύξησης της ζήτησης έναντι της προπανδημικής περιόδου. Από την άλλη πλευρά, το 2023 οι πραγματικές εξαγωγές αγαθών προβλέπεται να αυξηθούν για δέκατη τέταρτη διαδοχική χρονιά, κατά 2,1% σε ετήσια βάση, παρά τις δυσοίωνες για το διεθνές εμπόριο αναθεωρημένες προβλέψεις της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας.
Από το πραγματικό ισοζύγιο υπηρεσιών προβλέπεται οριακά αρνητική συμβολή στην ανάπτυξη κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα, εν μέσω της επίπτωσης της ενεργειακής κρίσης στους προϋπολογισμούς των ξένων ταξιδιωτών και της περιορισμένης αύξησης του όγκου μεταφορικών υπηρεσιών, εν μέσω πιο υποτονικού διεθνούς εμπορίου. Σε εθνικολογιστικούς όρους, το έλλειμμα του ονομαστικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να επιδεινωθεί έναντι του 2022 κατά 2,3 δισ. ευρώ, αυξανόμενο ως ποσοστό του ΑΕΠ από 6,8% το 2022 σε 7,4% το 2023.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η πρόβλεψη για την ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2023 ανέρχεται σε 1,8%, χαμηλότερα έναντι του 2022, αλλά σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (0,3% σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής).
Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την πρόβλεψη για το 2023 παραμένουν αυξημένοι, συνδεόμενοι κατά κύριο λόγο με τις γεωπολιτικές εξελίξεις και την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία (διάρκεια πολέμου, βαθμός έντασης των κυρώσεων, συνθήκες εφοδιασμού της Ευρώπης με φυσικό αέριο). Μάλιστα, η αβεβαιότητα γύρω από τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα που δυσχεραίνει τη διενέργεια ασφαλών μακροοικονομικών προβλέψεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο σημαντικότερος κίνδυνος βραχυπρόθεσμα για την ελληνική οικονομία προέρχεται από τις τιμές ενέργειας και τον πληθωρισμό και τις επιπτώσεις τους στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στην κατανάλωση, στις επενδύσεις (μέσω της επιβάρυνσης του κόστους δανεισμού) και στις διεθνείς συναλλαγές της χώρας (τουρισμός, εμπόριο καυσίμων) λόγω του πληθωρισμού και της αύξησης του μεταφορικού κόστους.