Από την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου στις σημερινές υπερπροσφορές
Η 24η Σεπτεμβρίου του 1869 ήταν η πρώτη «Μαύρη Παρασκευή» (Black Friday) της ανθρωπότητας. Ονομάστηκε έτσι, γιατί οδήγησε στην κατάρρευση του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ. Πρωταγωνιστές ήταν δυο επενδυτές, οι James Fisk και Jay Gould, ιδιοκτήτες σιδηροδρομικής γραμμής και οπαδοί της νοοτροπίας «εμείς να είμαστε καλά και ποιος νοιάζεται για τους άλλους;». Είχαν αναπτύξει ένα δίκτυο διασυνδέσεων που τους επέτρεπε να μεθοδεύουν ό,τι χρειάζονταν, για να αυξάνουν τις περιουσίες τους.
Το 1869 αποφάσισαν να επενδύσουν σε χρυσό, καθώς αυτό ήταν ό,τι πιο επικερδές υπήρχε στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ. Ο Gould είχε σκεφτεί πως αν δημιουργήσει ζήτηση, θα γίνει -πολύ πιο- πλούσιος. Έθεσε ως στόχο να αγοράσει όσο περισσότερο χρυσό μπορούσε, με στόχο να τον πουλήσει -σε δεύτερο χρόνο- σε όποια τιμή ήθελε.
Υπήρχε ένα εμπόδιο: Τον έλεγχο της τιμής είχε το Υπουργείο Οικονομικών. Ο Gould λοιπόν, προσέγγισε τον γαμπρό του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, προκειμένου να αναλάβει χρέη ταμία των ΗΠΑ ένας δικός τους άνθρωπος. Παράλληλα, μέσω επαφών με τραπεζίτη αγόρασε χρυσό αξίας 60 εκατομμυρίων δολαρίων. Μαζί με τον συνεργάτη του άρχισαν να τον πουλούν, κρυφά το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη.
Στις 24/9 η τιμή είχε εκτοξευθεί και η Wall Street είχε πάρει την κατιούσα. Ο Πλανητάρχης Grant αποφάσισε να κάνει κάτι για να σταματήσει τη δράση των κερδοσκόπων και να σώσει την οικονομία. Έδωσε εντολή να ανοίξουν τα θησαυροφυλάκια και διατεθεί χρυσός αξίας 4.000.000 δολαρίων. Η τιμή έπεσε στο ναδίρ (κατά 30 μονάδες) και η αγορά χρεοκόπησε.
Ενώ χιλιάδες επενδυτές καταστράφηκαν οικονομικά, ο Gould έγινε ιδιοκτήτης άλλων δύο σιδηροδρομικών γραμμών. Πέθανε το 1892. Η περιουσία του εκτιμήθηκε στα 72 εκατομμύρια δολάρια, που σε σημερινά λεφτά είναι κοντά στα 2.000.000.000 δολ.
Βάσει προεδρικού διατάγματος του Franklin D. Roosevelt, το 1939, η ημέρα των Ευχαριστιών γιορτάζεται στις ΗΠΑ την τέταρτη Πέμπτη κάθε Νοέμβρη, αντί της τελευταίας που ήταν έως τότε. Ο λόγος που τοποθετήθηκε ο Πρόεδρος ήταν το αίτημα των καταστηματαρχών να επιμηκυνθεί η σεζόν των αγορών για τα Χριστούγεννα. Σημείωσε πως στο πλαίσιο των εορτασμών του Thanksgiving, γίνονταν παρελάσεις που έκλειναν με τον Άγιο Βασίλη να ανακοινώνει την άφιξη του.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, αυτές οι παρελάσεις απέκτησαν και σπόνσορες. Ήταν καταστήματα λιανικού εμπορίου, που είχαν ήδη καθιερώσει τις εκπτώσεις για το opening της περιόδου που κατέληγε στις γιορτές.
Στη δεκαετία του ‘50, η αστυνομία της Philadelphia ήταν αυτή που επανέφερε τον όρο Black Friday, στο προσκήνιο για να εξηγήσει τι περνούσε την επομένη των Ευχαριστιών. Λαοθάλασσα καταναλωτών πλημμύριζε τα εμπορικά καταστήματα και μοιραία κορυφώνονταν οι δράσεις των shoplifters. Για να καταφέρουν να διατηρούν έναν κάποιον έλεγχο, έπρεπε να δουλεύουν ασταμάτητα από το πρωί έως το βράδυ. Και για αυτό εκείνη η Παρασκευή έγινε η δική τους Μαύρη Παρασκευή.
Εκείνη την εποχή, στα λογιστικά βιβλία, οι έμποροι σημείωναν με κόκκινο τις απώλειες και με μαύρο τα κέρδη. Την επομένη των Ευχαριστιών, έχει αναφερθεί πως τα κέρδη έφτασαν σε ύψη που στο τέλος του έτους δεν ήταν ποτέ «μέσα». Επειδή ωστόσο, το μαύρο δεν είναι ό,τι πιο χαρούμενο υπάρχει σε χρώμα, παρουσιάστηκαν έμποροι που προσπάθησαν να αλλάξουν το Black Friday σε Big Friday. Απέτυχαν, με την πρώτη δημοσίευση του όρου που είναι γνωστός σήμερα να γίνεται το 1966 (στο περιοδικό American Philatelist). Η καθιέρωση δεν προέκυψε αυτόματα.
Έως το 1985 ο όρος Black Friday δεν χρησιμοποιούνταν ως γενικός, στις ΗΠΑ. Προς τα τέλη εκείνης της δεκαετίας ήταν που αποφάσισαν οι έμποροι να του δώσουν μια θετική χροιά, αφού ούτως ή άλλως ήταν η μέρα που έσωζε την χρονιά τους. Για την ιστορία, οι μεγαλύτερες πωλήσεις γίνονται παραδοσιακά το Σάββατο πριν τα Χριστούγεννα. Η επιτυχία αυτού του νέου εθίμου έγινε ο λόγος που υιοθετήθηκε από όλον τον πλανήτη.
Βέβαια να σημειωθεί ό,τι είχε εμφανιστεί από το 2005 στις ζωές μας η Cyber Monday, την πρώτη Δευτέρα μετά το Thanksgiving. Προέκυψε για να ενθαρρύνει τις ηλεκτρονικές αγορές σε μια εποχή που ήταν κάτι το πρωτόγνωρο (και στο μυαλό όλων εμπεριείχε πολλά ρίσκα), ενώ τώρα είναι ο απόλυτος προορισμός. Το 2006 καταναλωτές ξόδεψαν στη Cyber Monday 608.000.000 δολάρια. Το 2021 το ποσό έφτασε στα 10.7 δισεκατομμύρια δολάρια.