Πότε τα ληξιπρόθεσμα χρέη χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτα είσπραξης
Από ελεγκτικό κόσκινο θα περνούν οι οφειλέτες μέχρι η Εφορία να χαρακτηρίσει τις οφειλές τους ανεπίδεκτες είσπραξης και να σταματήσει να τους κυνηγάει. Ο φοροελεγκτικός μηχανισμός θα ψάξει εξονυχιστικά τους ίδιους αλλά και όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα για να διαπιστώσει ότι δεν έχουν στη κατοχή τους κινητά η ακίνητα περιουσιακά στοιχεία και ότι έχουν ασκηθεί εναντίον τους όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά μέτρα όπως κατασχέσεις και ποινικές διώξεις.
Μόνο τότε οι ληξιπρόθεσμες οφειλές τους θα καταχωρηθούν στο βιβλίο των ανεπίδεκτων είσπραξης και μετά την πάροδο δεκαετίας θα διαγραφούν.
Όμως σε όλο αυτό το διάστημα τόσο οι οφειλέτες όσο και τα συνυπόχρεα πρόσωπα δεν θα μπορούν να λάβουν αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας ούτε άλλο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ενώ θα είναι δεσμευμένοι οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα.
Ο νέος Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων που ψηφίστηκε από τη Βουλή ξεκαθαρίζει το τοπίο προκειμένου ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός να επικεντρωθεί στην είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών που έχουν πιθανότητες να εισρεύσουν στα κρατικά ταμεία ταμείο.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΑΑΔΕ, παλαιά και φρέσκα ληξιπρόθεσμα χρέη, υπερβαίνουν τα 112 δισ. ευρώ εκ των οποίων 26,126 δισ. ευρώ έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτα είσπραξης περιορίζοντας τη δεξαμενή στα 86,527 δισ. ευρώ.
Οι τρεις προϋποθέσεις
Για να χαρακτηριστεί μια οφειλή ως ανεπίδεκτη είσπραξης θα πρέπει να συντρέχει σωρευτικά σειρά προϋποθέσεων. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να:
- Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της ΑΑΔΕ και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οποιονδήποτε τρόπον εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. του Α.Κ. και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή με διαδικασία εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον πρόκειται για πτωχό.
- Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης ή δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
- Εχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών από τον οφειλέτη και τα συνυπόχρεα πρόσωπα.
Αφού οι υποθέσεις, περάσουν από τον τριπλό έλεγχο οι οφειλές χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτες αλλά αυτό δεν σημαίνει πως διαγράφονται από τα τεφτέρια της Εφορίας. Από την ημερομηνία καταχώρησης της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώρηση, επέρχονται οι ακόλουθες συνέπειες:
α) αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της,
β) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό,
γ) δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας των παρ. 5 και 6 του άρθρου 46 του Κ.Φ.Δ.. Το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμό και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
Οφειλή που έχει καταχωρισθεί, κατά τα ανωτέρω, ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Διαγραφή οφειλών προς το Δημόσιο
Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης είναι δυνατό να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν και πριν από την παρέλευση της 10ετίας από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) έχουν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες ενέργειες για τον χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης,
β) έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές ενέργειες για την ανταλλαγή των πληροφοριών και των διαδικασιών αναγκαστικής είσπραξης για τα κράτη με τα οποία υφίστανται αντίστοιχες συμφωνίες και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον με τα κράτη μέλη της Ε.Ε.,
γ) έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων,
δ) έχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών εφόσον προβλέπεται, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που δεν έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης, είναι δυνατό να διαγραφούν, εφόσον εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες οφειλών:
α) οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά,
β) οφειλές ανά φορολογούμενο μικρότερες του ποσού του εκάστοτε ελάχιστου ποσού φόρου από την καταβολή του οποίου απαλλάσσεται ο φορολογούμενος.