Άρθρο – ανάλυση του Θεόδωρου Πανάγου
H σκέψη της Κυβέρνησης να επιδοτήσει την αλλαγή καυστήρα σε όσα νοικοκυριά είχαν ήδη εξοπλισμό φυσικού αερίου για να τοποθετήσουν καυστήρα πετρελαίου, δεν βρίσκεται μάλλον σε ορθή κατεύθυνση και πρέπει να επανεξετασθεί.
Η Ελληνική Πολιτεία είχε ενθαρρύνει τα νοικοκυριά να χρησιμοποιούν φυσικό αέριο για τη θέρμανσή τους (αντί για πετρέλαιο) αφενός επειδή το φυσικό αέριο επιβάρυνε πολύ λιγότερο το περιβάλλον (το πιο φίλιο ορυκτό καύσιμο περιβαλλοντικά) και αφετέρου επειδή ήταν πάντοτε φθηνότερο τουλάχιστον κατά 20% από το πετρέλαιο.
Με την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, λόγω της επανεκκίνησης της οικονομικής δραστηριότητας μετά την πανδημία και τις επιπτώσεις του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, η κατάσταση μεταβλήθηκε και η τιμή του φυσικού αερίου είναι υψηλότερη από αυτήν του πετρελαίου. Βεβαίως, τίποτε δεν αποκλείει την κλιμάκωση της τιμής του πετρελαίου, δεδομένου ότι κι αυτό είναι ένα γεωπολιτικό ενεργειακό «εργαλείο».
Εκτός της αύξησης της τιμής, τέθηκε και ζήτημα απεξάρτησης της ΕΕ από τα ορυκτά καύσιμα (περιλαμβανομένου του φυσικού αερίου) που εισάγονται από την Ρωσία. Έτσι, τα κράτη μέλη επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για την προμήθεια φυσικού αερίου από τρίτες χώρες για να αντικαταστήσουν τις ποσότητες φυσικού αερίου που δε θα έρχονται πλέον από την Ρωσία.
Αυτό εν μέρει έχει επιτευχθεί. Η αύξηση, όμως, της τιμής του φυσικού αερίου, παραμένει εξαιρετικά υψηλή.
Από τα περίπου 6,5 δις κ.μ. φυσικού αερίου που καταναλώνονται ετησίως στην χώρα μας, μόνο το 15% απορροφάται από τα νοικοκυριά, ενώ περίπου το 70% απορροφάται από τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής (που σημειωτέον έχουν διπλό καύσιμο).
Το να δίνεις κίνητρα στα νοικοκυριά για να αλλάξουν τους καυστήρες τους και να επανέρχονται στο πετρέλαιο, αντί να παρεμβαίνεις στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο, μοιάζει ανορθολογικό.
Πρώτα, γιατί τα νοικοκυριά απορροφούν σημαντικά μικρή ποσότητα φυσικού αερίου.
Δεύτερον, επειδή τα νοικοκυριά θα υποβληθούν σε ένα ακόμα κόπο και οικονομική επιβάρυνση (ανεξαρτήτως της επιδότησης που ενδεχομένως θα λάβουν) για την αντικατάσταση του λέβητα.
Τρίτον, τα νοικοκυριά θα κληθούν ούτως ή άλλως ν΄ αλλάξουν πάλι τον λέβητα μετά από 2-3 χρόνια, επειδή αυτή η κρίση δεν μπορεί να διαρκέσει επ΄ άπειρον, δεδομένου ότι είναι νομοτελειακά δεδομένο ότι η αγορά θα αρχίσει να εξομαλύνεται μετά το τέλος του πολέμου ή και πριν.
Τέταρτον, η ρύπανση θα παραμείνει και τα μικροκλίματα των επί μέρους περιοχών θα επιβαρύνονται από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Πέμπτον, θα τρωθεί, για μια ακόμα φορά, η αξιοπιστία της Ελληνικής Πολιτείας που ενώ πριν δυο δεκαετίες και πλέον ενθάρρυνε (και σωστά) τους καταναλωτές να χρησιμοποιούν φυσικό αέριο, τώρα τους ενθαρρύνει να επιστρέψουν στο πετρέλαιο!
Έκτον, θα καταστήσει τους καταναλωτές «ομήρους» της κερδοσκοπίας και της αδιαφάνειας της λιανικής αγοράς πετρελαίου. Οι παλαιότεροι θυμόμαστε ότι περιμέναμε με την μεζούρα το βυτίο για να διαπιστώσουμε (πολλές φορές ανεπιτυχώς) ότι παραδίδεται η σωστή ποσότητα.
Σήμερα, υπάρχουν στην Ελληνική Επικράτεια 700.000 καταναλωτές φυσικού αερίου. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς κατοικούν σε πολυκατοικίες. Διερωτήθηκε κάποιος από τους αρμοδίους τι προβλήματα μπορεί να ανακύψουν από την ασυμφωνία των συνιδιοκτητών να αλλάξουν καυστήρα; Πρέπει να θυμηθούμε πόσες ρυθμίσεις απαιτήθηκαν για να παρακαμφθεί η αντίδραση συνιδιοκτητών στην τοποθέτηση εξοπλισμού φυσικού αερίου από κάποιον άλλον συνιδιοκτήτη.
Το ουσιαστικό πρόβλημα δεν λύνεται με έναν νόμο. Μια πρόσκαιρη κρίση δεν πρέπει να πανικοβάλει την πολιτεία. Η εξοικονόμηση και μια λογική επιδότηση στους οικιακούς καταναλωτές φυσικού αερίου, σε συνδυασμό με μια ορθολογική επέμβαση στην ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο και η ταχύτερη διείσδυση των ΑΠΕ μπορεί να είναι η βραχυ-μεσοπρόθεσμη λύση.
Ο Θεόδωρος Πανάγος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος και πρώην Αντιπρόεδρος της ΡΑΕ.