Οι προτεραιότητες θα προσδιορίζονται από την κυβέρνηση και όχι από τις Βρυξέλλες, δίνοντας δυνατότητα για μέτρα στήριξης
Διευρύνεται από τις 20 Αυγούστου η ελευθερία των κινήσεων της ελληνικής οικονομίας, μετά την έξοδο της χώρας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας.
Όπως έχει επισημάνει χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας «θα έχουμε μεγαλύτερη ευελιξία στο μείγμα των μέτρων, αλλά σεβόμενοι και τηρώντας τους ευρωπαϊκούς κανόνες». Έως ότου επέλθει η έξοδος από το συγκεκριμένο καθεστώς, μεσολάβησαν τρία μνημόνια και 4 χρόνια μεταμνημονιακής επιτήρησης, με υποχρέωση εκπλήρωσης σειράς δεσμεύσεων.
Η παρακολούθηση της οικονομίας ήταν στενή, μέσω επισκέψεων των επικεφαλής των εκπροσώπων των θεσμών στην Αθήνα τέσσερις φορές ανά έτος, και σύνταξη των αντίστοιχων εκθέσεων, οι οποίες παρακολουθούνταν από τις αγορές και εν πολλοίς έκριναν το οικονομικό μέλλον της χώρας.
Από τις 21 Αυγούστου, η χώρα θα περάσει σε στάδιο απλής μεταπρογραμματικής παρακολούθησης, παρόμοιο με αυτό που εφαρμόζεται σήμερα σε Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρο και Πορτογαλία. Η Ελλάδα θα μπορεί να ασκεί ελεύθερα την οικονομική πολιτική της, με προτεραιότητες που θα προσδιορίζονται από την κυβέρνηση και όχι από τις Βρυξέλλες, ενώ θα υπόκειται στους ίδιους κανόνες ελέγχου στους οποίους υπόκεινται και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Ήτοι, εφεξής, όπως ανακοίνωσε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η παρακολούθηση της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης της χώρας θα συνεχιστεί στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής εποπτείας και του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Οι εκκρεμείς μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις θα παρακολουθούνται στο πλαίσιο της πρώτης έκθεσης μεταπρογραμματικής εποπτείας που θα εκδοθεί τον Νοέμβριο εφέτος, στην οποία μπορεί να βασιστεί η απόφαση του Eurogroup σχετικά με την τελική δόση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο 2018. Σημαντικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, σύμφωνα επίσης με την Κομισιόν, προβλέπονται παράλληλα στο ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.
Η παρακολούθηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα συνεχιστεί έως το 2059, δηλαδή έως ότου η χώρα εξοφλήσει το 75% των δανείων που έλαβε στο πλαίσιο των μνημονίων. Ωστόσο, η χώρα θα περάσει σε στάδιο απλής μεταπρογραμματικής παρακολούθησης, ενώ θα πραγματοποιείται αξιολόγηση της πορείας της οικονομίας ανά εξάμηνο. Θα υπάρχει και μία αξιολόγηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ανά τρίμηνο, όπως ισχύει για όλες τις χώρες που δανείστηκαν από την ESM, η οποία, όμως, δεν δημοσιοποιείται, αλλά καταγράφει την ευστάθεια των οικονομιών των κρατών- μελών.
Όσον αφορά στις εκκρεμότητες που πρέπει να κλείσουν, είναι χαρακτηριστικό ότι η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία, άφησαν μια σειρά από προαπαιτούμενα τα οποία δεν κατέστη εφικτό να ολοκληρωθούν στο πλαίσιο της εποπτείας. Αυτά συνδέονται και με την εκταμίευση της τελευταίας δόσης από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων. Ο κατάλογος περιλαμβάνει 22 προαπαιτούμενα, με ορίζοντα ολοκλήρωσης τον Οκτώβριο (χρηματοπιστωτικός τομέας, εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών, μείωση των εκκρεμών συντάξεων, πρωτοβάθμια περίθαλψη, Κτηματολόγιο, εργατική νομοθεσία κ.ά.).
Για το μέλλον, η αναμενόμενη παράταση (χωρίς να είναι ακόμη γνωστοί οι ακριβείς όροι) της ρήτρας διαφυγής για ακόμη ένα έτος παρέχει δημοσιονομική ευελιξία για λήψη μέτρων ενίσχυσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων και το 2023. Όμως, ο βηματισμός πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, εξαιτίας των «πληγών» που εξακολουθούν να υπάρχουν την οικονομία, με κυριότερη το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αναμένεται να μειωθεί στο 180,2% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022 (από το 193,3% του ΑΕΠ το 2021). Για την περίοδο μετά το 2023, οι χώρες με χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη της σταδιακής μείωσης του χρέους και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα, μέσω, σταδιακής μείωσης των ελλειμμάτων, των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση της Κομισιόν για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, τα κράτη- μέλη με υψηλό χρέος, όπως είναι η Ελλάδα, θα πρέπει να ακολουθήσουν μια συνετή δημοσιονομική πολιτική το 2023, ιδίως περιορίζοντας την αύξηση των εθνικών τρεχουσών δαπανών κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, λαμβάνοντας υπ’ όψη τη συνεχιζόμενη, προσωρινή και στοχευμένη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που είναι πιο ευάλωτες στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, καθώς και τη στήριξη στους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
Εν κατακλείδι, η χώρα θα επιζητεί τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου μέσω της αύξησης του ΑΕΠ και των εσόδων με μόνιμο χαρακτήρα, από τον οποίο θα χρηματοδοτούνται οι προσωρινές παρεμβάσεις (π.χ. Fuel Pass, Power Pass, αυξημένο επίδομα θέρμανσης κ.ά.), καθώς και τα μόνιμα μέτρα (π.χ. η μείωση ήδη του ΕΝΦΙΑ, ή η κατάργηση το 2023 της εισφοράς αλληλεγγύης για δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους κ.ά.). Αλλά, και να είναι έτοιμη να προσφεύγει στις αγορές (κάτι που θα καταστεί ευκολότερο με την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας) όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες, προκειμένου να αποκτά κεφάλαια για πρόσθετες παρεμβάσεις. Έχοντας φυσικά υπόψη, ότι το «άγρυπνο βλέμμα» των Βρυξελλών θα είναι πάντα εστιασμένο σε δημόσιο χρέος και πρωτογενές έλλειμμα (ή πλεόνασμα).