Η κλιμάκωση του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες ρίχνει βαριά τη σκιά της στους σχεδιασμούς της οικονομικής πολιτικής και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, καθώς η επίτευξη του στόχου για την εδραίωση της ανάκαμψης απαιτεί πλέον πιο λεπτούς χειρισμούς.
Ο αντίκτυπος είναι μεγαλύτερος στις ΗΠΑ, όπου ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 6,2% τον Οκτώβριο, το υψηλότερο επίπεδο από το 1990, σε συνέχεια υψηλών αυξήσεων στις τιμές που είχαν σημειωθεί και τους προηγούμενους μήνες. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αρχίζει από τον Νοέμβριο τη σταδιακή απόσυρση του προγράμματος αγορών ομολόγων (QE), ύψους 120 δισ. δολαρίων τον μήνα, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020 λόγω του κορονοϊού. Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο οι αγορές θα μειωθούν κατά 15 δισ. δολάρια τον μήνα με προοπτική να τερματισθούν το 2022, πιθανότατα στα μέσα του έτους. Η Fed έχει κρατήσει τα μηδενικά επιτόκιά της, ενώ ο πρόεδρός της, Τζερόμ Πάουελ, δήλωσε ότι δεν θα βιαστεί να τα αυξήσει, αν και οι αγορές θεωρούν ότι θα προχωρήσει σε μία ή περισσότερες αυξήσεις τους το επόμενο έτος. Η Fed θεωρεί, όπως και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ότι ο πληθωρισμός οφείλεται σε σημαντικό βαθμό σε προσωρινούς παράγοντες, όπως η διαταραχή των εφοδιαστικών αλυσίδων, οι οποίοι πιθανόν να υποχωρήσουν ή να εκλείψουν το επόμενο έτος.
Η εκτίναξη του πληθωρισμού έχει προκαλέσει συναγερμό και στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, με τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να ζητά από το Εθνικό Συμβούλιο για την Οικονομία να προχωρήσει σε μέτρα για τη μείωση των τιμών του πετρελαίου, οι οποίες συμβάλλουν ιδιαίτερα στον πληθωρισμό και από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή για το Εμπόριο να ελέγξει τις προσπάθειες χειραγώγησης των τιμών στην αγορά ενέργειας. Η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε στην αποδέσμευση στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου για να αυξήσει την προσφορά του και να συγκρατήσει τις τιμές, με τις αγορές να εκτιμούν ότι η κίνηση αυτή θα συνεχισθεί, αν και θεωρούν ότι είναι περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Ο Μπάιντεν συνεχίζει την ατζέντα που έχει για τη στήριξη της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής στις ΗΠΑ. Μετά την ψήφιση από το Κογκρέσο του νομοσχεδίου για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών στη χώρα, συνεχίζει την καμπάνια για να περάσει ένα άλλο σημαντικό νομοσχέδιο, ύψους σχεδόν 2 τρισ. δολαρίων, για την ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, η αντίδραση των Ρεπουμπλικάνων για το νομοσχέδιο αυτό εντάθηκε μετά τα στοιχεία για τον πληθωρισμό, ενώ υπέρ της αναβολής του, για τον ίδιο λόγο, τάχθηκε και ένας Δημοκρατικός γερουσιαστής.
Στην Ευρώπη, η αύξηση του πληθωρισμού στο 4,1% τον Οκτώβριο προκαλεί επίσης έντονο προβληματισμό. Οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ αναμένεται να συνεχισθούν και μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος για την πανδημία (PEPP) στο τέλος του ερχόμενου Μαρτίου, ώστε να εδραιωθεί η ανάκαμψη, αλλά ορισμένα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, όπως οι διοικητές της ολλανδικής και της αυστριακής τράπεζας, πιέζουν να περιορισθούν αυτές στα χαμηλότερα επίπεδα του τακτικού προγράμματος (APP) και να ολοκληρωθούν το 2022. Οι απόψεις των στελεχών αυτών είναι μειοψηφικές, αλλά αυξάνουν την αβεβαιότητα στις αγορές για τις αποφάσεις που θα λάβει η ΕΚΤ τον Δεκέμβριο, όταν θα κριθεί το τι μέλλει γενέσθαι μετά τον Μάρτιο.
Οι αποφάσεις αυτές αφορούν ιδιαίτερα την Ελλάδα, καθώς θα χρειασθεί ειδική απόφαση της ΕΚΤ για να συνεχίσει αυτή τις αγορές των ελληνικών ομολόγων και μετά τον Μάρτιο, δεδομένου ότι δεν είναι επιλέξιμα με τον σημερινό κανονισμό του APP. Σημειώνεται ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είχε δηλώσει τον Σεπτέμβριο ότι θα ληφθεί υπόψη η κατάσταση στην Ελλάδα όταν θα ληφθούν οι αποφάσεις για την περίοδο μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος. Όσον αφορά το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, που είναι μηδενικό, η Λαγκάρντ τόνισε με έμφαση ότι είναι απίθανο να αυξηθεί το 2022, αλλά οι αγορές εκτιμούν ότι θα γίνουν μία ή δύο αυξήσεις προς τα τέλη του έτους.
Ο πληθωρισμός ήταν, επίσης, το θέμα που κυριάρχησε στις τελευταίες συνεδριάσεις του Eurogroup και του Ecofin. Και τα δύο όργανα συμμερίστηκαν την άποψη ότι ο πληθωρισμός θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται το 2022, αλλά θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο διάστημα από ότι αναμενόταν προηγουμένως. Η θέση που εκφράσθηκε είναι ότι ο πληθωρισμός αποτελεί μία επιπλέον δυσκολία για την ανάπτυξη αλλά δεν θα μπορέσει να ανατρέψει τη δυναμική της, χάρη και στην εφαρμογή των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, η οποία έγινε ιδιαίτερα επεκτατική στην περίοδο της πανδημίας, αναμένεται να γίνει πολύ λιγότερο επεκτατική το 2022, με τις λεπτομέρειες να γίνονται γνωστές μέσα στο πρώτο τρίμηνο του έτους όταν θα δοθούν οι σχετικές κατευθύνσεις από την ΕΕ. Αυτό βέβαια αναμενόταν, καθώς από το 2023 θα αρχίσει να ισχύουν και πάλι οι δημοσιονομικοί κανόνες, αλλά η αύξηση του πληθωρισμού αποτελεί έναν ακόμη λόγο που οδηγεί στην κατεύθυνση αυτή.