Θα είναι πιο μικρός ο φόρος για τους περισσότερους ιδιοκτήτες
Τον επόμενο μήνα θα γίνουν τελικά τα αποκαλυπτήρια για τον νέο ΕΝΦΙΑ, που θα κληθούν να πληρώσουν οι ιδιοκτήτες ακινήτων το 2022. Ένας Φόρος που σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών θα είναι χαμηλότερος για την συντριπτική πλειοψηφία των φορολογουμένων.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό που υπάρχει, ο νέος ΕΝΦΙΑ θα νομοθετηθεί τον Ιανουάριο και τα εκκαθαριστικά θα εκδοθούν τον Μάρτιο. Πάντα με βάση τον υπάρχοντα σχεδιασμό η πρώτη δόση θα καταβληθεί στο τέλος του ίδιου μήνα. Δεν έχει ακόμη αποφασιστεί, εάν ο Φόρος θα καταβληθεί σε 10 ή σε 12 δόσεις. Αν επιλεγεί να είναι σε 10 δόσεις, η τελευταία θα είναι για τις 31 Δεκεμβρίου του 2022, ενώ αν αποφασιστεί να είναι σε 12 δόσεις, τότε η τελευταία δόση θα καταβληθεί στις 28 Φεβρουαρίου του 2023.
Η ομάδα εργασίας που έχει συσταθεί δουλεύει ακατάπαυστα υπό την αιγίδα του υφυπουργού Οικονομικών Απόστολου Βεσυρόπουλου, αναμένεται μέσα στον μήνα να παραδώσει τις τελικές προτάσεις της και εν συνεχεία η πολιτική ηγεσία του υπουργείου να λάβει τις οριστικές της αποφάσεις για την δομή και την διάρθρωση του νέου ΕΝΦΙΑ.
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας αναφερόμενος στον νέο ΕΝΦΙΑ τόνισε ότι δεν θα κατατεθεί μαζί με τον προϋπολογισμό, ωστόσο διαβεβαίωσε ότι η βούληση της κυβέρνησης είναι το 2022 περισσότεροι Έλληνες να πληρώνουν ακόμα χαμηλότερο φόρο για την ιδιοκτησία ακινήτων, σε σχέση με αυτόν που καταβάλλουν την τελευταία διετία, τον οποίο «η σημερινή κυβέρνηση μείωσε μεσοσταθμικά κατά 22%».
Το περίγραμμα σε γενικές γραμμές είναι γνωστό, όπως έχει περιγραφεί τόσο από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, όσο και από τους αρμόδιους υπουργούς. Η ομάδα εργασίας δουλεύει πάνω σε πολλά μοντέλα και κλίμακες και όπως αναφέρουν οι τελευταίες διασταυρωμένες πληροφορίες, δεν θα υπάρχουν τελικά αλλαγές σε ότι αφορά τον συμπληρωματικό φόρο για τις επιχειρήσεις.
Κατά συνέπεια η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου και η ενσωμάτωσή του στον κύριο φόρο θα αφορά μόνο τα φυσικά πρόσωπα. Για τα Νομικά Πρόσωπα ο συμπληρωματικός φόρος θα εξακολουθεί να επιβάλλεται ξεχωριστά από τον κύριο φόρο και πιθανότατα θα υπάρξουν παρεμβάσεις στον συντελεστή υπολογισμού του, μετέδωσε το ΑΠΕ ΜΠΕ.
Σήμερα για κάθε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ επιβάλλεται και υπολογίζεται στην αξία των δικαιωμάτων με συντελεστή 5,5‰. Ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα τα οποία ιδιοχρησιμοποιούνται για την παραγωγή ή την άσκηση κάθε είδους επιχειρηματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως αντικειμένου εργασιών, υπολογίζεται με συντελεστή 1‰. Ειδικά, για τα Ν.Π.Δ.Δ. και τα Ν.Π.Ι.Δ. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ο συμπληρωματικός ΕΝ.Φ.Ι.Α. ισούται με 3,5‰ επί της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων για τα ακίνητα που δεν ιδιοχρησιμοποιούν.
Για το 2021, όπως αναφέρεται στα στοιχεία που έχουν δημοσιοποιηθεί, 68.542 επιχειρήσεις και νομικές οντότητες καλούνται να πληρώσουν για τα ακίνητά τους 216,2 εκατ. ευρώ κύριο φόρο και 278,01 εκατ. ευρώ για συμπληρωματικό φόρο. Κατά συνέπεια ο συνολικός φόρος για τα νομικά πρόσωπα εφέτος ανέρχεται σε 494,2 εκατ. ευρώ.
Από την άλλη πλευρά 7.180.009 φυσικά πρόσωπα καλούνται να καταβάλουν ΕΝΦΙΑ ύψους 2,09 δισ. ευρώ εκ των οποίων ο συμπληρωματικός φόρος που επιβάλλεται σε ιδιοκτήτες με ακίνητα άνω των 250.000 ευρώ να φτάνει τα 368,4 εκατ. ευρώ.
Αν δεν άλλαζε τίποτε στους συντελεστές, με βάση τις νέες αντικειμενικές αξίες, τότε ο συνολικός φόρος θα διαμορφωνόταν σε κάτι περισσότερο από 2,8 δισ. ευρώ, από 2,6 δισ. ευρώ που είναι σήμερα, δηλαδή θα επιβαλλόταν επιπλέον φόρος 200 έως 250 εκατ. ευρώ.
Βέβαια αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, αφού η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί από την πρώτη στιγμή, όταν και άλλαξαν οι αντικειμενικές αξίες, ότι ο δημοσιονομικός χώρος που θα προκύψει από την αύξηση των τιμών ζώνης θα χρησιμοποιηθεί για παρεμβάσεις στον ΕΝΦΙΑ που θα εξουδετερώσουν τις επιβαρύνσεις για τους περισσότερους φορολογούμενους.
Επιπλέον να σημειωθεί ότι αυξημένα έσοδα θα προκύψουν, για τον ΕΝΦΙΑ και από την επέκταση του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού των τιμών των ακινήτων σε 3.643 ζώνες.
Τα επιπλέον αυτά έσοδα, θα χρησιμοποιηθούν προκειμένου όχι μόνο να μηδενίσουν τις επιπλέον επιβαρύνσεις, από την αύξηση των αξιών, αλλά και να μειώσουν όπου αυτό είναι εφικτό, την συνολική επιβάρυνση.