Ποιοι είναι δικαιούχοι
Τρία βήματα θα πρέπει να ακολουθήσουν οι επιχειρήσεις προκειμένου να ενταχθούν στο πρόγραμμα για την επιδότηση των παγίων δαπανών.
Η αρχή αναμένεται να γίνει τις επόμενες ημέρες με τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης που θα αναφέρει τους όρους και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων οι επιχειρήσεις θα μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ. Ταυτόχρονα θα αναφέρεται η προθεσμία μέσα στην οποία θα πρέπει να υποβληθούν οι φορολογικές δηλώσεις (έντυπο Ε1 και έντυπο Ε3 ) από τις επιχειρήσεις που δικαιούνται επιδοτήσεως, αφού αποτελούν βασικά εργαλεία για την αξιολόγηση των αιτήσεων.
Το μέτρο θα έχει τη μορφή πιστωτικών σημειωμάτων συμψηφισμού με μελλοντικές φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις δουλεύοντας έτσι διπλά. Από τη μία πλευρά ενισχύεται η ρευστότητα των πληττόμενων επιχειρήσεων από την άλλη διασφαλίζεται η ροή εσόδων στον προϋπολογισμό με τον περιορισμό των δυνητικών νέων απλήρωτων φόρων και εισφορών.
Το τρίτο βήμα θα προβλέπει την υποβολή των αιτήσεων ενώ η έκδοση των «κουπονιών» αναμένεται εντός του Ιουλίου.
Η διαδικασία θα εξελιχθεί ως εξής:
1. Εντός του Ιουνίου θα ανοίξει η ηλεκτρονική πλατφόρμα της ΑΑΔΕ όπου οι επιχειρήσεις θα πρέπει, να υποβάλουν εκδήλωσης ενδιαφέροντος.
2. Στη συνέχεια οι επιχειρήσεις θα πρέπει να σπεύσουν να υποβάλουν φορολογικές δηλώσεις Ε1 και Ε3 όπου θα καταγράφονται αναλυτικά οι επαγγελματικές δαπάνες. Με βάση τις φορολογικές δηλώσεις που θα έχουν υποβληθεί, η ΑΑΔΕ θα έχει «εικόνα» για τον ύψος των παγίων δαπανών των επιχειρήσεων το 2020.
3. Το τρίτο βήμα προβλέπει την υποβολή της οριστικής δήλωσης από τον ενδιαφερόμενο
Η συλλογή όλων των στοιχείων θα καθορίσει το ποσοστό επιδότησης επί των παγίων δαπανών. Υπενθυμίζεται ότι θα επιδοτηθεί το ύψος των παγίων δαπανών που δεν έχει ήδη καλυφθεί από άλλα μέτρα στήριξης, όπως είναι η επιστρεπτέα προκαταβολή. Όσο μεγαλύτερο θα είναι το ύψος των παγίων δαπανών που δεν θα έχουν καλυφθεί εν μέσω πανδημίας με τα άλλα μέτρα, τόσο μικρότερο θα είναι το ποσοστό επιδότησης
Κριτήρια
Οι επιχειρήσεις που θα είναι επιλέξιμες θα πρέπει να πληρούν σωρευτικά τα εξής:
- Να ανήκουν σε πληττόμενους κλάδους.
- Να απασχολούν τουλάχιστον έναν εργαζόμενο με εξαρτημένη σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης.
- Να έχουν υποβάλει όλες τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ και τις δηλώσεις Ε3 για την περίοδο που υποχρεούνται.
- Να παρουσιάζουν ζημιά προ φόρων τουλάχιστον 30% είτε σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδά τους είτε σε σχέση με τα συνολικά έξοδά τους για το 2020.
- Να παρουσιάζουν πτώση τζίρου τουλάχιστον 30% το 2020 σε σχέση με το 2019. Ειδική πρόβλεψη, ωστόσο, θα υπάρχει για τις νέες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που απέκτησαν πρόσφατα υποκατάστημα, δίνοντας έμφαση στο κριτήριο της ζημιάς, και όχι σε αυτό της πτώσης τζίρου.
- Η στήριξη δεν θα αφορά επιχειρήσεις που ήταν ήδη προβληματικές το 2019, με την εξαίρεση, όμως, των πολύ μικρών ή μικρών επιχειρήσεων.
Οι πάγιες δαπάνες
Ειδικότερα, ως πάγιες δαπάνες θα υπολογίζονται οι δαπάνες που κατέβαλε το 2020 η επιχείρηση για:
- παροχές σε εργαζόμενους,
- ασφαλιστικές εισφορές αυτοαπασχολούμενων,
- ενέργεια,
- ύδρευση,
- τηλεπικοινωνίες,
- ενοίκια,
- λοιπά λειτουργικά έξοδα, και
- χρεωστικούς τόκους και συναφή έξοδα.
Οι δαπάνες αυτές θα πρέπει να αποτυπώνονται στο έντυπο Ε3. Ως ενισχύσεις θα λαμβάνονται υπόψη οι ενισχύσεις που έλαβε η επιχείρηση μέσα στο 2020, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας.
Το ποσοστό ενίσχυσης
Το ποσοστό της ενίσχυσης θα διαφοροποιείται με βάση την πτώση του τζίρου, καθώς θα είναι υψηλότερο για επιχειρήσεις που είχαν πτώση τζίρου άνω του 60%. Παράλληλα, θα υπάρχουν και ανώτατα όρια στο ύψος της ενίσχυσης, το οποίο:
- Δεν μπορεί να υπερβαίνει το 70% επί των ζημιών προ φόρων για τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις και το 90% για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
- Δεν μπορεί να υπερβαίνει την απώλεια τζίρου μεταξύ του 2020 και του 2019, με ειδική μέριμνα, όμως, για τις νέες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που άνοιξαν πρόσφατα υποκατάστημα.
- Δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,5 εκατ. ευρώ.
Οι δικαιούχοι θα υποχρεωθούν να διατηρήσουν κατά μέσο όρο τον αριθμό του προσωπικού που απασχολούν έως την 31η Δεκεμβρίου 2021.