Ο υπουργός Οικονομικών για την κύρωση της απόφασης του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2020
Ως πολύ σημαντικές για τις εθνικές οικονομίες χαρακτήρισε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας τις αποφάσεις της ΕΕ για την αντιμετώπιση της πανδημίας, υποστηρίζοντας το σχέδιο νόμου για την «Κύρωση της Απόφασης (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 2020/2053 του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2020 για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για την κατάργηση της απόφασης 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ και άλλες διατάξεις» στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής.
Για την νέα Απόφαση (ΕΥΡΑΤΟΜ) της ΕΕ που αφορά το σύστημα των ιδίων πόρων της Ένωσης, ο υπουργός ανέφερε πως «σηματοδοτεί την εκ βάθρων αναθεώρηση του τρόπου χρηματοδότησης του ενωσιακού προϋπολογισμού καθώς παρέχει την δυνατότητα στην Επιτροπή να δανείζεται κεφάλαια από τις κεφαλαιαγορές για να εξασφαλίσει την άμεση και μεγάλης κλίμακας χρηματοδοτική ικανότητα για τα μέτρα στήριξης της ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και την αποφυγή περαιτέρω πιέσεων στους εθνικούς προϋπολογισμούς». Σχετικά με το δεύτερο μέρος του σχεδίου νόμου με τις διατάξεις που αφορούν το ΤΧΣ και τις τράπεζες, ο υπουργός Οικονομικών, μεταξύ άλλων υπογράμμισε πως «επιτρέπεται, υπό προϋποθέσεις, στο ΤΧΣ να μετέχει, μέχρι του υφιστάμενου ποσοστού συμμετοχής του, σε αυξήσεις κεφαλαίου που δεν στοχεύουν στην κάλυψη κεφαλαιακών ελλειμμάτων ή στην εξυγίανση».
Ο κ. Σταϊκούρας, χαρακτήρισε «ορόσημο» την απόφαση των ηγετών της ΕΕ του Ιουλίου 2020 για την διάθεση των 750 δισ. ευρώ για την ανάκαμψη των εθνικών οικονομιών, μέσω του Next Generation EU καθώς και του πακέτο των 1.074 δισ. ευρώ για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την περίοδο 2021-2027.
Η Ελλάδα, είπε ο υπουργός, βάσει αυτής της συμφωνίας, τα προσεχή έτη θα εισπράξει 72 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο ποσό που έλαβε ποτέ από την ένταξή της στην ΕΕ. Ένα «χρηματοδοτικό πακέτο», που όπως σημείωσε «θα το αξιοποιήσουμε αποτελεσματικά, για να ανακάμψει ταχύτερα και με μεγαλύτερο δυναμισμό η ελληνική οικονομία, αλλά και για να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες για την επίτευξη υψηλής, διατηρήσιμης, έξυπνης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης».
Ο υπουργός, αναφερόμενος στην ενεργοποίηση του Next Generation EU, είπε πως θα ξεκλειδώσει ολόκληρο το δυναμικό των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Επισήμανε πως η στήριξη αυτή είναι χρονικά περιορισμένη, οι νομικές δεσμεύσεις για ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από τους εν λόγω πόρους θα πρέπει να έχουν αναληφθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023, ενώ η έγκριση των πληρωμών στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα εξαρτάται από την ικανοποιητική εκπλήρωση των οροσήμων και στόχων που καθορίζονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η νέα καθαρή δανειοληπτική δραστηριότητα θα πρέπει να παύσει το αργότερο στα τέλη του 2026, ενώ μετά οι δανειοληπτικές πράξεις θα περιορίζονται αυστηρά σε πράξεις αναχρηματοδότησης για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής διαχείρισης του χρέους. Η νέα απόφαση θεσμοθετεί τη μόνιμη αύξηση των ανωτάτων ορίων ιδίων πόρων σε 1,40% και 1,46% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο υπουργός Οικονομικών, παρατήρησε πως δεδομένου ότι οι σχετικές δημοσιονομικές και ενδεχόμενες υποχρεώσεις θα μειωθούν με τη σταδιακή αποπληρωμή των δανειακών κεφαλαίων και τη λήξη των δανείων, η προσωρινή αύξηση των ανώτατων ορίων των ιδίων πόρων θα πρέπει να λήξει το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2058. Καθορίζονται ο τρόπος υπολογισμού και η διαδικασία είσπραξης των υφιστάμενων ιδίων πόρων. Ταυτόχρονα, εισάγεται ένας νέος πόρος, που υπολογίζεται βάσει των μη ανακυκλωμένων απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών όπου η η Ελλάδα θα επωφελείται, ετησίως, κατά 33 εκατ. ευρώ.
Ο κ. Σταίκούρας, χαρακτηριστικά ανέφερε πως «η Ελλάδα, μέσω της δέσμης Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου και Ταμείου Ανάκαμψης, θα ωφεληθεί πολλαπλάσια» καθώς «για κάθε ευρώ που θα αποδίδουμε στην Ευρώπη, θα εισπράττουμε 4,6 ευρώ μέσω του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου και του Ταμείου Ανάκαμψης [...]. Το καθαρό δημοσιονομικό ισοζύγιο εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 56,4 δισ. ευρώ, ή 4% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος».
Σχετικά με το δεύτερο μέρος του σχεδίου νόμου για τις διατάξεις που αφορούν το ΤΧΣ και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε πως με την τροποποίηση του Ν. 3864/2010 γίνεται εφικτή η συμμετοχή του Ταμείου σε μη εποπτικά επιβεβλημένες μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου, δηλαδή σε αυξήσεις κεφαλαίου που δεν έχουν τον χαρακτήρα κεφαλαιακής ενίσχυσης για κάλυψη κεφαλαιακών ελλειμμάτων ή εξυγίανσης. Σήμερα είπε αυτό δεν επιτρέπεται, παρά μόνον εάν η αύξηση αυτή είναι επιβεβλημένη για εποπτικούς λόγους. Αυτό, εξήγησε ο υπουργός, στερεί την δυνατότητα από το ΤΧΣ να ανταποκριθεί ενεργά, λειτουργώντας όπως κάθε ιδιώτης μέτοχος, προς την κατεύθυνση προάσπισης της επένδυσής του, στο πλαίσιο μιας επιχειρηματικά - και άρα όχι εποπτικά επιβεβλημένης - αποφασιζόμενης αύξησης κεφαλαίου.
Με τις διατάξει του σχεδίου νόμου, ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών «καλύπτουμε το νομοθετικό αυτό κενό που υπάρχει». Υπερασπίστηκε την πολιτική ορθότητα της νομοθετικής αυτής επιλογής της κυβέρνησης λέγοντας πως αυτό το «διατρανώνει και η Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία "χαιρετίζει το γεγονός ότι με το σχέδιο νόμου καθίσταται πλέον δυνατή η συμμετοχή του ΤΧΣ, ως επενδυτή, σε αυξήσεις κεφαλαίου πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν αποσκοπούν στην παροχή κεφαλαιακής ενίσχυσης για την κάλυψη κεφαλαιακών ελλειμμάτων υπό συνθήκες εξυγίανσης ούτε συνιστούν προληπτική κεφαλαιοποίηση ή μέτρο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης"».
Σχετικά με τις προϋποθέσεις, που τίθενται στο ΤΧΣ για να μπορεί να προβεί σε ανάλογες αυξήσεις κεφαλαίου, ο κ. Σταίκούρας ανέφερε ότι είναι: Η αύξηση να μην συνιστά κεφαλαιακή ενίσχυση κατά την έννοια της μέχρι σήμερα λειτουργίας του ΤΧΣ. Στην αύξηση κεφαλαίου να συμμετέχει παράλληλα, και με τους ίδιους όρους, ο ιδιωτικός τομέας. Η απόφαση του Γενικού Συμβουλίου του ΤΧΣ να λαμβάνεται μετά από έκθεση δύο ανεξάρτητων χρηματοοικονομικών συμβούλων, οι οποίοι θα επιβεβαιώνουν ότι η συμμετοχή στην αύξηση συμβάλλει στην προστασία ή στη βελτίωση της αξίας της υφιστάμενης συμμετοχής του ΤΧΣ. Η συμμετοχή να γίνεται με τους ίδιους με τους λοιπούς μετόχους. Η χρηματοδότηση της συμμετοχής στην αύξηση να γίνεται από διαθέσιμα του Ταμείου, ή από την επανεπένδυση ποσών που προέκυψαν από προηγούμενη διάθεση στοιχείων ενεργητικού.