Σημάδια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας μετά την ύφεση – ρεκόρ 15,2% το δεύτερο τρίμηνο του έτους
Για βελτίωση της εικόνας της ελληνικής οικονομίας στο τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2020 κάνουν λόγο αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας.
Οι αναλυτές της Τράπεζας τοποθετούν τον πήχη της ύφεσης φέτος στα επίπεδα του 7,5%, ενώ, εκτιμούν ότι θα υπάρξει σημαντική αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 5% περίπου, σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση, το 3ο τρίμηνο και μια μέση ετήσια μείωση του ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020, με τάσεις περαιτέρω επιτάχυνσης, το 4ο τρίμηνο. Στο τέλος του έτους προβλέπεται μείωση στην δραστηριότητα κατά «μόνο» 3,4% σε σχέση με το τέλος του 2019.
Ενθαρρυντικά σημάδια για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας εκπέμπουν:
- Ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων συρρικνώθηκε κατά 16,4% ετησίως τον Ιούνιο, συγκριτικά με 29,6% ετησίως την περίοδο Απριλίου-Μαΐου (επιχειρήσεις με διπλογραφικά βιβλία).
- Η μεταποιητική παραγωγή υποχώρησε κατά 1% τον Ιούνιο έναντι 10,2% ετησίως κατά μ.ο. τον Απρίλιο-Μάιο.
- Η κατανάλωση ρεύματος στην υψηλή τάση, που συνδέεται με τη ζήτηση από τη βιομηχανία, ανέκαμψε οριακά τον Ιούλιο κατά 1% ετησίως, μετά από συρρίκνωση 18,2% ετησίως κατά μ.ο. το 2ο τρίμηνο.
- Οι εξαγωγές αγαθών εκτός πετρελαίου, σε τρέχουσες τιμές, αυξήθηκαν κατά 9,2% ετησίως τον Ιούλιο κατόπιν πτώσης 5,5% ετησίως το 2ο τρίμηνο.
- Ακόμη και ο τουρισμός έδειξε σημάδια βελτίωσης, με τις διεθνείς αεροπορικές αφίξεις στο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών να συρρικνώνονται κατά 76% και 66%, σε ετήσια βάση, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, αντίστοιχα, από -97% ετησίως το 2ο τρίμηνο.
Όπως αναφέρει η έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Εθνική Τράπεζα, η μείωση του ΑΕΠ κατά 15,2% ετησίως το 2ο τρίμηνο (-14,0% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση) είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ιστορικά σε ένα τρίμηνο – όπως και για τις περισσότερες χώρες διεθνώς – για όσο, τουλάχιστον, διάστημα υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών.
H εξέλιξη αυτή ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη, δεδομένης της αβεβαιότητας που δημιούργησε η πανδημία, καθώς και της αναπόφευκτης επιβολής πρωτοφανών περιορισμών τόσο στην κινητικότητα των πολιτών όσο και τη δραστηριότητα πολυάριθμων τομέων της οικονομίας τον Απρίλιο και σε σημαντικό τμήμα του Μαΐου. Ταυτόχρονα, ο τουριστικός κλάδος παρέμεινε ουσιαστικά κλειστός στο σύνολο σχεδόν του 2ου τριμήνου, καθώς δεν επιτρέπονταν οι αφίξεις από το εξωτερικό (μείωση αφίξεων κατά 97% ετησίως, με ορισμένες μόνο διεθνείς διασυνδέσεις να αποκαθίστανται στα μέσα Ιουνίου), αναφέρουν οι αναλυτές της Εθνικής.
Σημειώνουν ωστόσο ότι η πτώση του ελληνικού ΑΕΠ ήταν ανάλογη του μ.ο. της Ευρωζώνης, ενώ συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες του Νότου ήταν ελαφρώς χαμηλότερη (-18,7% κατά μ.ο. για Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του ΑΕΠ για αυτές τις χώρες) – παρά το γεγονός ότι οι πλέον πληττόμενοι από την πανδημία κλάδοι των υπηρεσιών (τουρισμός, εστίαση) έχουν σημαντικά μεγαλύτερη βαρύτητα στο Ελληνικό ΑΕΠ.
Στην ανωτέρω τάση συνέβαλε και η συγκριτικά πιο χαμηλή αφετηρία από την οποία ξεκίνησε η ελληνική οικονομία – καθώς βρισκόταν στα αρχικά στάδια του ανοδικού κύκλου – αποτρέποντας, σε κάποιο βαθμό, μια ακόμα πιο έντονη κάμψη της δραστηριότητας.
Η επίδραση του τουρισμού
«Η μεγαλύτερη συρρίκνωση, ωστόσο του ΑΕΠ, σε τριμηνιαία βάση, σε σύγκριση με την Ευρωζώνη (-14% έναντι -11,8%) αντανακλά, επίσης, το σημαντικά μεγαλύτερο μερίδιο που έχουν οι περισσότερο πληττόμενοι κλάδοι των υπηρεσιών (ειδικά του τουρισμού) στο 2ο τρίμηνο, ακόμη και στα στοιχεία που είναι διορθωμένα για εποχικότητα» συμπληρώνουν οι αναλυτές της τράπεζας.
Αναμφισβήτητα, η ελληνική οικονομία κεφαλαιοποίησε τον επιτυχημένο έλεγχο της πανδημίας και παρά την γενικευμένη χρήση προστατευτικών περιορισμών για αντίστοιχο χρονικό διάστημα με τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, εμφάνισε ηπιότερη πτώση, σε ετήσια βάση, τόσο της ιδιωτικής κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων (ετήσια μείωση 11,6% και 10,3% έναντι 14,2% και 15,8%, αντίστοιχα, για το μ.ο. της Ευρωζώνης βάσει των στοιχείων που είναι διαθέσιμα για 16 χώρες).
Η έγκαιρη ενεργοποίηση μέτρων στήριξης από το δημόσιο – τα οποία ειδικά για την αγορά εργασίας προσέγγισαν τα €1,8 δισ. το 2ο τρίμηνο – κατάφερε να συγκρατήσει τη μέση μείωση της συνολικής αμοιβής της εργασίας στην οικονομία (που συναρτάται από τη μέση αμοιβή και την απασχόληση) στο 7,3% ετησίως, παρά τη γενικευμένη παύση στην οικονομική δραστηριότητα.
Σε αυτό το αποτέλεσμα συνέτεινε και η σταθερότητα τόσο της αμοιβής εργασίας όσο και της απασχόλησης στη Δημόσια Διοίκηση, υγεία, εκπαίδευση, χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς και σε τομείς συμβουλευτικής, πληροφορικής και άλλες εξιδεικευμένες υπηρεσίες.
Παρά τη σημαντική στήριξη και τις αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η έντονη κάμψη της δραστηριότητας (μείωση κύκλου εργασιών επιχειρήσεων κατά 25,1% το 2ο τρίμηνο) οδήγησε σε πρωτοφανή συρρίκνωση των εισοδημάτων και των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Ειδικότερα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα μαζί με το μεικτό εισόδημα μειώθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί ποτέ (17,4% ετησίως). Ως εκ τούτου, τα μέτρα στήριξης της ρευστότητας του επιχειρηματικού τομέα μέσω κρατικών εγγυήσεων, επιδότησης χρηματοοικονομικού κόστους, επιστρεπτέας προκαταβολής και σημαντικών πρωτοβουλιών των τραπεζών ήταν επιβεβλημένα.
Αντιστοίχως, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συρρικνώθηκαν κατά 10,3% συγκριτικά με -15,8% στην Ευρωζώνη, υποστηριζόμενες, μεταξύ άλλων, από τις αυξήσεις στην μη οικιστική κατασκευαστική δραστηριότητα (+32,0% ετησίως το 2ο τρίμηνο), τις κατασκευές κατοικιών (+34,5% ετησίως), καθώς και τις αυξημένες δαπάνες σε εξοπλισμό «τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών» (ΤΠΕ) που σχετίζονται με τις νέες ανάγκες που δημιούργησε η υγειονομική κρίση.
Αναμφισβήτητα, οι καθαρές εξαγωγές μεγέθυναν την ύφεση, αντιστοιχώντας στο 1/3 αυτής (ήτοι 5 ποσοστιαίες μονάδες στη συρρίκνωση του ΑΕΠ). Αν και οι εξαγωγές αγαθών εμφάνισαν αντοχές – κυρίως μέσω της αυξητικής τάσης σε εξαγωγές φαρμάκων και τροφίμων – η δραματική μείωση των εξαγωγών υπηρεσιών, που ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη (-50% ετησίως περίπου) διόγκωσε την ύφεση, καθώς υπερκέρασε τη σημαντικά βραδύτερη μείωση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Η εν λόγω τάση επιβεβαιώνει την υψηλή εξάρτηση της οικονομίας από εισαγωγές, ενώ υπερτονίζεται από τις αυξημένες εισαγωγές παραγωγικών εισροών (πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών) από ανθεκτικούς κλάδους, όπως ο τεχνολογικός, ο φαρμακευτικός και ο κλάδος χημικών.