Η μετάβαση σε ένα πιο καθαρό ενεργειακό περιβάλλον όχι μόνο δεν θα επιβαρύνει τον καταναλωτή, αλλά αντιθέτως θα λειτουργήσει σαφώς υπέρ του
Πολλοί πιστεύουν ότι αν και οι ανεμογεννήτριες παράγουν φθηνό ηλεκτρισμό, τελικά αυξάνουν το κόστος για τον καταναλωτή επειδή δεν έχουν σταθερή παραγωγή και διότι απαιτούν νέα δίκτυα. Κι όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο στην πράξη.
Η προσκόλληση σε ορυκτά καύσιμα και ειδικά στον λιγνίτη και το πετρέλαιο αυξάνει το κόστος για τον καταναλωτή. Από τον Ιανουάριο του 2016 έως τον Ιούνιο του 2019 οι συνολικές ζημιές από λιγνιτικές μονάδες στην Ελλάδα ήταν 683 εκατομμύρια ευρώ και αυτό το κρυφό κόστος το πλήρωσαν δυστυχώς οι καταναλωτές, όλοι εμείς δηλαδή. Αν οι λιγνιτικές μονάδες παρέμεναν σε λειτουργία για τα επόμενα 3,5 χρόνια (Ιούλιος 2019 - Δεκέμβριος 2022), οι πρόσθετες συνολικές ζημιές θα ήταν 1,3 δισ. ευρώ.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η ηλεκτροπαραγωγή στα ελληνικά νησιά εξαρτάται από το πετρέλαιο προκαλεί πρόσθετο κόστος 700 εκατομμυρίων ευρώ το χρόνο. Το κόστος αυτό το καταβάλλουν όλοι οι καταναλωτές της χώρας μέσω των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), ώστε οι κάτοικοι των νησιών να μην επιβαρύνονται υπέρμετρα και να πληρώνουν το ίδιο τιμολόγιο ηλεκτρισμού με τους κατοίκους στο διασυνδεδεμένο σύστημα.
Μειωμένο κόστος από ΑΠΕ
Η μετάβαση σε ένα πιο καθαρό ενεργειακό σύστημα με πολλές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν επιβαρύνει τον καταναλωτή. Κατά τη δεκαετία 2020-2030, το μερίδιο των αιολικών και φωτοβολταϊκών στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή προβλέπεται ότι θα υπερδιπλασιαστεί από 22,6% σε 50,7%. Ταυτόχρονα το συνολικό μερίδιο πετρελαίου και λιγνίτη αναμένεται να μειωθεί από 22,4% σε 1,5%. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός προβλέπει ότι θα απαιτηθούν πολλές επενδύσεις σε νέους σταθμούς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και φυσικού αερίου, σε μονάδες αποθήκευσης και σε διασυνδέσεις κυρίως για τα νησιά αλλά και για διεθνείς διασυνδέσεις.
Ωστόσο, η μεγάλη αύξηση στην παραγωγή ενέργειας από τον άνεμο και άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας γενικότερα θα οδηγήσει σε μείωση του συνολικού κόστους ηλεκτρικής παραγωγής για τους καταναλωτές από 129 €/MWh σε 126 €/MWh (δείτε το σχετικό διάγραμμα).
Το κόστος αυτό, περιλαμβάνει τις δαπάνες κατασκευής και συντήρησης των δικτύων καθώς και όλες τις αναγκαίες επενδύσεις για ένα ασφαλές και αξιόπιστο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής.