Πώς επηρεάστηκε η αγορά από την πανδημία
Η αγορά εργασίας επηρεάστηκε το α' τρίμηνο εφέτος από τα μέτρα που ελήφθησαν για την προστασία της δημόσιας υγείας και την αντιμετώπιση της πανδημίας του κοροναϊού. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η ΕΛΣΤΑΤ, κατά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων για την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού στη χώρα.
Τα μέτρα ξεκίνησαν την 11η εβδομάδα του τριμήνου, κατά την οποία ανεστάλη η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων εστίασης. Τις επόμενες εβδομάδες ανεστάλη η λειτουργία επιχειρήσεων και σε άλλους τομείς της οικονομίας, κυρίως στον κλάδο των υπηρεσιών, και περιορίστηκαν οι μετακινήσεις του πληθυσμού. Τα μέτρα αυτά επηρέασαν, σε μεγάλο βαθμό, πέρα από την κανονική λειτουργία της αγοράς και τον τρόπο συλλογής των στοιχείων της έρευνας.
Όπως επισημαίνει η ΕΛΣΤΑΤ, οι κύριες επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας ήταν οι ακόλουθες:
- Αύξηση των απουσιών από την εργασία
- Μείωση των ωρών εργασίας σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο
- Αύξηση της εργασίας από το σπίτι
- Αύξηση του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού, καθώς αρκετά άτομα που δεν εργάζονταν και αναζητούσαν εργασία δήλωσαν ότι δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν.
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας επηρέασαν το σύνολο των κλάδων της οικονομίας.
Όσον αφορά στις απουσίες από την εργασία και στη μείωση στις ώρες εργασίας, οι κλάδοι που επηρεάστηκαν περισσότερο ήταν αυτοί των υπηρεσιών (εμπόριο, ξενοδοχεία, εστιατόρια, μεταφορές, επικοινωνίες και άλλες υπηρεσίες), ενώ λιγότερο επηρεάστηκε ο κλάδος της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας. Τέλος, η επίπτωση στις ώρες εργασίας είναι περισσότερο εμφανής στους κλάδους των χρηματοπιστωτικών, επιχειρηματικών και άλλων υπηρεσιών.
Η ΕΛΣΤΑΤ όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων σημειώνει επίσης ότι, λόγω των μη τυπικών συνθηκών υπό τις οποίες διενεργήθηκε η συλλογή τμήματος των πρωτογενών δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για το συγκεκριμένο δελτίο Τύπου και της ενδεχόμενης μεταβολής του ποσοστού απόκρισης των ερευνώμενων και του βαθμού στον οποίο αυτή οφείλεται σε αυτές τις μη τυπικές συνθήκες, διενεργεί μεθοδολογικούς ελέγχους διερεύνησης συμβατότητας των εναλλακτικών πρακτικών συλλογής στοιχείων, τα αποτελέσματα των οποίων ενδέχεται να δημοσιεύσει εκτάκτως, εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο.