Τι δείχνουν τα στοιχεία του Γραφείου Προυπολογισμού του Κράτους στη Βουλή
Ακριβά φαίνεται τελικά ότι πληρώνει το Δημόσιο τον αναγκαστικό του δανεισμό από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και ΔΕΚΟ. Ποσό που προσεγγίζει στα 800 εκατ. ευρώ κατέβαλλε το Ελληνικό Δημόσιο για τόκους στο εννεάμηνο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου σε φορείς του Δημοσίου, που έχουν μετατρέψει τα διαθέσιμα τους σε ρέπος, σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Προυπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Η πρακτική δανεισμού του Δημοσίου από τους επιμέρους φορείς του Κράτους αποδεικνύεται αρκετά δαπανηρή, παρόλο που στο τέλος της ημέρας δεν επιβαρύνει λογιστικά το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Υπολογίζεται ότι το ύψος του βραχυπρόθεσμου δανεισμού του Δημοσίου με ρέπος κυμαίνεται στα 20 δισ. ευρώ εκ των οποίων περίπου τα 5,5 - 6 δισ. ευρώ αποτελούν στην ουσία καλυμμένο μακροπρόθεσμο δανεισμό.
Σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση του Γραφείου Προυπολογισμού του Κράτους στη Βουλή οι «ενδοκυβερνητικοί» τόκοι, δηλαδή οι τόκοι που κατέβαλε το Κράτος στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης που κατέχουν κρατικούς τίτλους, κυρίως ρέπος, μειώθηκαν στο εννεάμηνο του 2019 σε 783 εκατ. ευρώ από 841 εκατ. ευρώ που ήταν στο αντίστοιχο διάστημα πέρυσι. Οι τόκοι έχουν μεν εξουδετερωθεί από το πρωτογενές αποτέλεσμα του Κράτους (αφού συμπεριλαμβάνονται στις δαπάνες για τόκους), παραμένουν όμως στα έσοδα των υποτομέων. Το ύψος τους ισούται με το άθροισμα των πρωτογενών αποτελεσμάτων των επιμέρους υποτομέων, μείον το ενοποιημένο πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης.
Το ακριβές ύψος των ρέπος παραμένει διαχρονικά ασαφές, όπως άλλωστε και το μέγεθος του "μαξιλαριού ασφαλείας" που διαθέτει το Ελληνικό Δημόσιο στον ειδικό "Λογαριασμό Δημιουργίας Αποθεματικού Προσόδων από τις αγορές Κεφαλαίου". Μαλιστα ο νυν υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταικούρας είχε καταθέσει τον Μάρτιο του 2018 σχετική ερώτηση στον προκάτοχο του Ευκλ. Τσακαλώτο, ζητώντας να πληροφορηθεί τις πιστώσεις ποσών στο συγκεκριμένο λογαριασμό καθώς και το ακριβές υπόλοιπο του.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος στο τέλος Οκτωβρίου τα διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου που βρίσκονται κατατεθειμένα σε αυτή ανέρχονται σε 30 δισ. ευρώ. Απο αυτά τα περίπου 15 δισ. ευρώ αφορούν κεφάλαια που χορηγήσε ο ESM το περασμένο καλοκαίρι μετά την έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο. Από τα οποία τα 9,5 δισ. ευρώ προβλέπονταν να ενισχύσουν το λεγόμενο «μαξιλάρι ρευστότητας» και τα υπόλοιπα 5,5 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε εξοφλήση χρέους. Στο μεταξύ στα διαθέσιμα του Δημοσίου έχουν προστεθεί άλλα περίπου 7 δισ. ευρώ τα οποία προέρχονται από τον δανεισμό του Δημοσίου μέσω ομολόγων από την πρωτογενή αγορά. Από το λογαριασμό αυτό θα αποπληρωθούν και τα 2,8 δισ. ευρώ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το κόστος διακράτησης των διαθεσίμων αυτών δεν αφορά μόνο τους τόκους που καταβάλει το Δημόσιο. Η πρακτική αυτή ενέχει ένα έμμεσο κόστος καθώς η ρευστότητα αυτή δεν μπορεί να διοχετευτεί μέσω του τραπεζικού συστήματος στην οικονομία. Μάλιστα, με δεδομένο ότι από την 1η Οκτωβρίου 2019 οι επιχορηγήσεις του Τακτικού Προϋπολογισμού καταβάλλονται υποχρεωτικά σε πίστωση του λογαριασμού ταμειακής διαχείρισης που τηρούν οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης στην Τράπεζα της Ελλάδος, όσοι εξ αυτών διατηρούσαν ακόμη σε τράπεζες τα διαθέσιμα τους, σπεύδουν να τα μεταφέρουν στην ΤτΕ. Μάλιστα, από την 1η Δεκεμβρίου 2019 καθίσταται υποχρεωτική η μεταφορά πλεοναζόντων ταμειακών διαθεσίμων υπό λογαριασμούς εκτός Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου στο Λογαριασμό Ταμειακής Διαχείρισης στην Τράπεζα της Ελλάδος
Οι φορείς αυτοί βέβαια μπορούν να διατηρούν παράλληλα λογαριασμούς καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, ωστόσο όπως ορίζει σχετική εγκύκλιος του Γενικού Λογιστηρίου, το μέγιστο όριο ρευστότητας που οι φορείς επιτρέπεται να διατηρούν σε λογαριασμούς σε πιστωτικά ιδρύματα υπολογίζεται σε καθημερινή βάση και ισούται με τις εκτιμώμενες καθαρές ταμειακές ανάγκες του φορέα (εισπράξεις μείον πληρωμές) για το επόμενο δεκαπενθήμερο.