Οι επενδύσεις πριν τον πόλεμο και οι δύο βιομηχανίες που μονοπώλησαν τις κρατικές πολεμικές παραγγελίες
Η βιβλιογραφία που ασχολείται με την Ελλάδα στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου έχει σε μεγάλο βαθμό αφήσει αδιερεύνητη τη συμμετοχή και τη σημασία της ελληνικής βιομηχανίας στον πόλεμο. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με την ιστοριογραφία άλλων κρατών που συμμετείχαν στον πόλεμο, στην ελληνική ιστοριογραφία δύσκολα βρίσκουμε αναφορές στην ελληνική πολεμική βιομηχανία γράφει ο Νίκος Τζαφλέρης στο βιβλίο των εκδόσεων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης το 2008.
Ο Τζαφλέρης αναφέρει πως ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι ένας από τους λίγους ιστορικούς που δίνουν έμφαση στα θέματα οικονομίας του ελληνοϊταλικού πολέμου, διευρύνοντας ουσιαστικά με το έργο του το ενδιαφέρον των ιστορικών, πέρα από το πολιτικοστρατιωτικό, και στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο της σύγκρουσης.
Στο έργο του επισημαίνει επίσης τη σημασία της στράτευσης των βιομηχανικών μονάδων παραγωγής στο συλλογικό αγώνα και τη λειτουργία μιας κεντρικά διευθυνόμενης από το συγκεντρωτικό μεταξικό κράτος οικονομίας. Δίνει περισσότερο έμφαση στο ρόλο που έπαιξε η συγκεντρωτική οργάνωση την οποία είχε επιβάλει στο μεσοπόλεμο το καθεστώς Μεταξά και η οποία τον καιρό του πολέμου συνέβαλε στην πειθαρχία στο μέτωπο και στα μετόπισθεν.
Δεν προχωρεί, ωστόσο, σε ανάλυση του πώς οι μεσοπολεμικές αυτές πειθαρχίες λειτούργησαν στην περίπτωση της ζωτικής για τον πολεμικό αγώνα βιομηχανικής παραγωγής. Επίσης, επικεντρώνει την προσοχή του στην ψυχολογία του στρατεύματος και στις τακτικές που αναπτύχθηκαν στους «γεωγραφικούς μικρόκοσμους» της Ηπείρου και της Αλβανίας, αποδίδοντας σε αυτά πρωταρχική σημασία για την αναχαίτιση της ιταλικής επίθεσης.
Η Βιομηχανία σιδήρου στον πόλεμο του 1940
Παρόλο που Άγγλοι και Γερμανοί αρνούνταν επίμονα να μεταφέρουν στην Ελλάδα τεχνογνωσία και εξειδικευμένα μέσα παραγωγής, που θα επέτρεπαν τόσο την ανάπτυξη μεταλλουργίας σιδήρου όσο και την απεξάρτηση κατ’ επέκταση από τα ημικατεργασμένα προϊόντα των ισχυρών σιδηροβιομηχανιών τους, ιδρύθηκαν και λειτούργησαν στην Ελλάδα στα τελευταία χρόνια του μεσοπολέμου τρεις νέες μονάδες παραγωγής ενδιάμεσων σιδηρουργικών προϊόντων. Φαίνεται πως αυτά τα σιδηρουργικά εργοστάσια, που ιδρύθηκαν ουσιαστικά από τις μεγάλες σιδηροβιομηχανίες της χώρας σε μια προσπάθεια για καθετοποίηση της παραγωγής τους και σταδιακή απεξάρτησή τους από τα ημιέτοιμα ακριβά προϊόντα του εξωτερικού, παρόλο που κάλυπταν τελικά μόνο ένα μέρος της γκάμας των σιδηρουργικών προϊόντων, αποτέλεσαν σημαντικό βήμα προς την αυτονόμηση της εγχώριας παραγωγής από το εξωτερικό.
Ο ρόλος του Γενικού Επιτελείο Στρατού
Πολύ σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις φαίνεται πως διαδραμάτισε και η εξοπλιστική πολιτική που ακολούθησε το ίδιο το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Τα στελέχη του ΓΕΣ, όντας τα πλέον αρμόδια να γνωρίζουν τις ανάγκες του στρατεύματος και να προτείνουν λύσεις, είχαν από νωρίς επισημάνει στην πολιτική ηγεσία τούς καθοριστικούς παράγοντες για το αξιόμαχο του ελληνικού στρατού. Στο ΓΕΣ φαίνεται ότι, καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του μεσοπολέμου, επικρατεί μια αντίληψη που αντιμετωπίζει το ζήτημα των εξοπλισμών αρκετά σφαιρικά και όχι αποκομμένο από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις στη χώρα και στο εξωτερικό. Λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες πολεμικές συγκρούσεις και εντάσσοντας την περίπτωση της Ελλάδας μέσα στην παγκόσμια οικονομική συγκυρία και στους συσχετισμούς των εξοπλισμών και των δυνάμεων στην περιοχή των Βαλκανίων αλλά και ευρύτερα, η λογική του ΓΕΣ φαίνεται πραγματικά επικαιροποιημένη και συμβαδίζει με τις σύγχρονες εξελίξεις στους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς στρατούς. Ήδη από το ξεκίνημα της διακυβέρνησής του ο Μεταξάς γνώριζε τις σχετικές απόψεις του ΓΕΣ. Στο ιδιωτικό αρχείο του, που βρίσκεται σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπάρχει σχετικό υπόμνημα της 12ης Μαΐου 1936, λίγα χρόνια πριν το ξέσπασμα του πολέμου, στο οποίο οι υπηρεσίες του ΓΕΣ τονίζουν τη σημασία ανάπτυξης εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας.
Σε έναν απολογισμό που γίνεται από το ΓΕΣ, με τίτλο «Κατάστασις της ιδιωτικής βιομηχανίας εν Ελλάδι της εχούσης σχέσιν προς τον πόλεμον», σχετικά με τη σημασία της σιδηροβιομηχανίας και των επιχειρήσεων εκείνων που θα μπορούσαν να στηρίξουν την τροφοδοσία του στρατεύματος με πολεμικό υλικό, από τα 26 «[...] εν λειτουργία άξια λόγου εργοστάσια σιδηροβιομηχανίας [...]» τα σημαντικότερα θεωρούνταν το Καλυκοποιείο του Μποδοσάκη («έν των σοβαροτέρων και αρτίως κατηρτισμένων εργοστασίων») και οι δύο μεγάλες επιχειρήσεις των Γκλαβάνη και Σταματόπουλου στο Βόλο: «Αι τρεις ανωτέρω βιομηχανίαι λόγω της αφθονίας των μηχανημάτων των, του επιστημονικού καταρτισμού των και της πείρας των, δύνανται ενισχυόμεναι υπό του Κράτους, ν’ αχθώσι ταχέως εις κατάστασιν επιτρέπουσαν την κατασκευήν εν επαρκεία των βλημάτων πυροβολικού, όπλων, αυτομάτων όπλων και πυροβόλων ακόμη».
Οι δύο βιομηχανίες που μονοπώλησαν τις κρατικές πολεμικές παραγγελίες
Είναι φανερό ότι οι προτάσεις της στρατιωτικής ηγεσίας ήταν σε σημαντικό βαθμό αποδεκτές από τις μεσοπολεμικές κυβερνήσεις. Έτσι, λοιπόν, όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, οι μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η «Ανώνυμος Εταιρία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου» του Αθανασιάδη-Μποδοσάκη και η «Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρία Γκλαβάνης», οι οποίες είχαν σημαντική οικονομική και παραγωγική ισχύ, αλλά και διασυνδέσεις στην πολιτική σκηνή, βρίσκονταν σε θέση, ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου, να μονοπωλούν τις κρατικές πολεμικές παραγγελίες σε βάρος, βέβαια, των υπόλοιπων μικρομεσαίων ανταγωνιστών τους και αποτελούσαν τους μεγαλύτερους παραγγελιοδόχους και προμηθευτές του Υπουργείου Στρατιωτικών.
Μάλιστα, με την έναρξη των συγκρούσεων οι μεγάλες αυτές βιομηχανίες κατηύθυναν ολόκληρη σχεδόν την παραγωγή τους στις ανάγκες του στρατεύματος, ενώ και οι υπόλοιπες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, αλλά σημαντικές για την πολεμική προσπάθεια, βιομηχανίες άρχισαν να επιτάσσονται η μία μετά την άλλη και να εκτελούν παραγγελίες του ελληνικού στρατού.
Το ξέσπασμα της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης τον Οκτώβριο του 1940 οδήγησε στην εντατικοποίηση της λειτουργίας του συνόλου σχεδόν της ελληνικής βιομηχανίας, τονώνοντας γενικότερα την παραγωγή και την οικονομία της χώρας.
Η επιχείρηση του Μποδοσάκη κατά τους μήνες της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης αξιοποίησε τα μεγάλα αποθέματα που είχε δημιουργήσει στη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Η σημασία των παραγγελιών από τον εμφύλιο στην Ισπανία
Ήδη από το 1936 η απόδοση της παραγωγής του καλυκοποιείου ήταν 20 χιλιάδες φυσίγγια φορητών όπλων ανά ώρα. Στη συνέχεια οι σημαντικές προμήθειες μεγάλων ποσοτήτων φυσιγγίων και άλλων πολεμοφοδίων προς τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου (κυρίως προς τους Δημοκρατικούς), οδήγησαν τον Μποδοσάκη σε παραγγελίες νέων μηχανημάτων από τη Γερμανία και σε αύξηση του τεχνικού προσωπικού με την πρόσληψη χιλιάδων εργατών. Το 1937 η ημερήσια παραγωγή σε φυσίγγια ανερχόταν ήδη σε 2 εκατομμύρια.
Οι συνεχείς αυξήσεις της παραγωγικής δυναμικότητας των εργοστασίων σε όλο αυτό το διάστημα συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη γιγάντωση της επιχείρησης. Η σημαντική αυτή επένδυση του Μποδοσάκη στην παραγωγή, που οδήγησε και στη δημιουργία μεγάλου αποθέματος πυρομαχικών, θα αποδειχτεί αργότερα σωτήρια για τον ελληνικό στρατό και κερδοφόρα για τον ίδιο τον Μποδοσάκη.
Εν μέσω μεγάλης δυσχέρειας στην προμήθεια υλικών και έτοιμων πολεμοφοδίων από το εξωτερικό, ιδιαίτερα από την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου το Σεπτέμβρη του 1939 μέχρι και την εποχή της σύγκρουσης με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, η επιχείρηση του Μποδοσάκη ήταν έτοιμη να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις του ελληνικού στρατού.
Η κατάσταση στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Έτσι, το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου βρίσκει την επιχείρηση σε πλήρη πολεμική παραγωγή με τρία λειτουργούντα εργοστάσια, ένα στην Ιερά οδό (Πυριτιδοποιείο), ένα στον Υμηττό (Καλυκοποιείο) και ένα στην Ελευσίνα (εργοστάσιο γομώσεως και αντιαεροπορικών βλημάτων). Παράλληλα, η επιχείρηση διέθετε εκτεταμένες εκτάσεις και ειδικά κατασκευασμένα κτίρια για ασκήσεις και δοκιμές βολών. Όσο δε τα σύννεφα του πολέμου πλησίαζαν την Ελλάδα, διευρύνονταν οι παραγωγικές δραστηριότητες και το ανθρώπινο δυναμικό της επιχείρησης. Η τελευταία επέκταση του κύκλου εργασιών έγινε με την προσθήκη στο ενεργητικό της εταιρείας και τέταρτου εργοστασίου στο Λαύριο με παραγωγή όλμων Μπραντ, το οποίο λειτούργησε με την έναρξη σχεδόν της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης, στο τέλος του 1940, ενώ την ίδια χρονιά αγοράστηκαν και εισήχθησαν και νέα μηχανήματα.
Χαρακτηριστική της σημασίας της βιομηχανίας αυτής για την τροφοδοσία του ελληνικού στρατού είναι η αλματώδης ανάπτυξη των επενδύσεων της επιχείρησης σε νέα μέσα παραγωγής κατά το έτος έναρξης του ελληνοϊταλικού πολέμου. Έτσι, ενώ η αξία του ήδη υπάρχοντος εξοπλισμού σε μηχανήματα και εργαλεία ανερχόταν μέχρι τότε σε 300 εκατομμύρια δραχμές (υπολογισμοί του έτους 1939), το κόστος των νέων επενδύσεων, μόνο για το 1940, υπολογιζόταν σε 150-200 εκατομμύρια δραχμές.
Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ, ο οποίος έχει γράψει ουσιαστικά την πιο ολοκληρωμένη εργασία που ασχολείται με το σύνολο της βιομηχανίας στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και το 1940 (χωρίς να περιλαμβάνει επομένως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), παρόλο που φαίνεται πως έχει υπόψη του τους σχετικούς φακέλους του αρχείου Μεταξά, οι οποίοι βρίσκονται στις συλλογές των ΓΑΚ, όπου, οι στρατιωτικοί κάνουν λόγο για 26 άξιες λόγου σιδηροβιομηχανίες από τις οποίες ξεχωρίζουν τρεις (Μποδοσάκη, Γκλαβάνη και Σταματόπουλου), ωστόσο τονίζει ότι «μιλώντας για πολεμική βιομηχανία στην Ελλάδα του μεσοπολέμου εννοούμε ουσιαστικά μία μόνο ιδιωτική επιχείρηση, την Α.Ε. Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου».
Έτσι, κατά την προετοιμασία της Ελλάδας για τον επερχόμενο πόλεμο και στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου η βολιώτικη σιδηροβιομηχανία, όπως αυτή του Μποδοσάκη, προσέφερε τα μέγιστα στον αγώνα για τη νίκη. Αυτό μάλιστα της αναγνωρίστηκε και μεταπολεμικά από τη στρατιωτική ηγεσία της εποχής. Όταν ξεσπά η ελληνοϊταλική σύγκρουση, στους κόλπους της διοίκησης της επιχείρησης επικρατεί νοοτροπία στρατιωτικής πειθαρχίας, αφιέρωσης των δυνάμεων στην πολεμική προσπάθεια και τη νίκη, πίστης στον εθνικό αγώνα· μία νοοτροπία που γίνεται προσπάθεια να διαχυθεί ή ακόμη και να επιβληθεί στους εργαζόμενους, αλλά και προς κάθε άλλον που δείχνει να ολιγωρεί μπροστά στις κρίσιμες ώρες που περνάει το έθνος. Αυτή η εντατικοποίηση της προσπάθειας, από την παραγωγή και τη μεταφορά μέχρι την τελική χρήση των προϊόντων της βιομηχανίας, επιταχύνει τον παραγωγικό της κύκλο και κατ’ επέκταση τα κέρδη της. Η διοίκηση διακατέχεται σε όλη τη διάρκεια του πολέμου από μια ευφορία, που εκπορεύεται από τη διπλή ικανοποίηση, να βλέπει τα κέρδη να αυξάνονται και να φτάνουν σε πρωτόγνωρα επίπεδα, και παράλληλα να έχει την ηθική ικανοποίηση ότι η πρωτοφανής αυτή παραγωγικότητα προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία στη μαχόμενη πατρίδα