Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεσή του η ελληνική οικονομία θα μεγεθυνθεί έως 2,5%
Κλιμάκωση της ανάπτυξης το 2020 σε 2,3% με 2,5%, από μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα λόγω πιστωτικής επέκτασης, φοροελαφρύνσεων στις επιχειρήσεις, έργων σε αποκρατικοποιήσεις-παραχωρήσεις (+15%) και νέα αύξηση εξαγωγών (4%-5%) εκτιμά ότι θα υπάρξει το ΙΟΒΕ στην τριμηνιαία έκθεση του.
Εκτιμά επίσης, ότι η υποχώρηση της ανεργίας το 2019 θα είναι ισχυρότερη της αρχικά αναμενόμενης, κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, στο 17,3%, ενώ θα συνεχιστεί με παραπλήσια ένταση στο ερχόμενο έτος (15,6%). Στην παρουσίαση της έκθεσης, ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ Παναγιώτης Θωμόπουλος, αναφέρθηκε στις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και εστίασε στους κινδύνους οι οποίοι υφίστανται στο διεθνές περιβάλλον. Επισήμανε δε, πως για συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια, η εφαρμογή τους μπορεί να απαιτεί έναν σημαντικό χρόνο και άρα να έχει αποτελέσματα στο μέλλον.
Όπως ανέφερε επίσης, κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας αναμένεται κατά το τρέχον έτος ανάμεσα στο 1,5% και 2%, όπως ήταν και στα δύο προηγούμενα έτη, ενώ κατά το επόμενο αναμένεται να υπερβεί το 2%. Όπως είπε η ανάπτυξη της οικονομίας στηρίζεται σε βάση που αποτελείται από τρεις κύριους πυλώνες:
- Τη δημοσιονομική εξισορρόπηση που έχει επιτευχθεί,
- Τη στόχευση της οικονομικής πολιτικής στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος
- Τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της χώρας.
Επεσήμανε επίσης, ότι οι θετικές προοπτικές της οικονομίας αποτυπώνονται και στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, που είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος του IOBE βρίσκεται συνολικά στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της κρίσης το 2008, ενώ ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 19 ετών.
Ο κ. Βέττας εκτίμησε, ότι η σημερινή βάση δημιουργεί θετικές προοπτικές, αλλά δεν λείπουν οι κίνδυνοι και οι λόγοι για εγρήγορση. Αυτοί σχετίζονται αφενός με τη δομή της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου με αρνητικές εξελίξεις που μπορεί να προκύψουν στο διεθνές περιβάλλον. Πρέπει η σημερινή θετική συγκυρία να χρησιμοποιηθεί, ώστε να αποτελέσει βάση για συστηματικά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης κατά την επόμενη δεκαετία.
Ειδικότερα, η μείωση στο κόστος χρηματοδότησης στο σύνολο της οικονομίας, που είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και ευπρόσδεκτη, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και για να διευκολύνει τις δομικές αλλαγές. Η βάση εκκίνησης είναι πολύ χαμηλή. Το επενδυτικό κενό είναι δυσθεώρητο, με τις επενδύσεις να είναι κάτω από το μισό του μέσου όρου της Ευρώπης. Η ανεργία βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και η αποκλιμάκωση της, έστω προς το 10%, δεν θα είναι εύκολη. Η πιστωτική επέκταση κινείται ακόμη σε αρνητικό έδαφος και η ενδυνάμωση της κατά το επόμενο έτος αποτελεί κεντρικό ζητούμενο, εκτίμησε επίσης ο κ.Βέττας.
Ο κ. Βέττας εκτίμησε επίσης ότι:
- Οι επιλογές οικονομικής πολιτικής που θα γίνουν το τρέχον διάστημα έχουν μεγάλη κρισιμότητα. Η μείωση των συντελεστών συνολικά επιδρά φυσικά ευεργετικά στις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις των νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Όμως, κομβικής σημασίας θα είναι οι βαθμοί ελευθερίας που υπάρχουν να χρησιμοποιηθούν για να εξορθολογήσουν το σύστημα πρωτίστως προς την κατεύθυνση ενός απλούστερου και σταθερότερου συστήματος που δεν θα επιβαρύνει υπερβολικά την εργασία, όπως συμβαίνει σήμερα.
- Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης αποτελεί κεντρική προϋπόθεση για τη βελτίωση της δομής του νέου συστήματος. Μια πολιτική που θα επιβραβεύει τις διαφανείς συναλλαγές στα τμήματα της αγοράς όπου υπάρχει υψηλότερη φοροδιαφυγή, θα ήταν η κατάλληλη.
- Μια μετρημένη αλλά αποφασιστική μεταρρύθμιση του συστήματος είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και απαραίτητη. Η αλλαγή των όρων του συστήματος ούτε μπορεί να καθυστερήσει ούτε πρέπει να αφορά μόνο όσους θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας στο μέλλον.
- Οι ρυθμοί μεγέθυνσης στη χώρα αυξάνονται ακριβώς την ώρα ου στην υπόλοιπη Ευρώπη και τους εμπορικούς μας εταίρους μειώνονται. Ταυτόχρονα, η συνεχιζόμενη εφαρμογή μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν, ώστε να αποφευχθεί συνέχιση της ύφεσης, έχει όρια.