Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε παράνομους τους μειωμένους ειδικούς φόρους κατανάλωσης
Στην απόφαση ότι ο μειωμένος συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί, αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης, κατέληξε σήμερα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έπειτα από προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελλάδας.
«Η ελληνική νομοθεσία που προβλέπει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά, που παράγουν οι επιχειρήσεις απόσταξης και σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί, αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης», αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση.
Με τη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο υπενθυμίζει: «Όσον αφορά την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50% σε σχέση με τον ισχύοντα κανονικό εθνικό συντελεστή, τα κράτη-μέλη οφείλουν καταρχήν να καθορίζουν τον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης για όλα τα προϊόντα, που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη».
Το ΔΕΕ επισημαίνει επίσης, ότι «μολονότι η οδηγία για την εναρμόνιση περιέχει διάταξη εισάγουσα παρέκκλιση για την Ελλάδα, η διάταξη αυτή αφορά σαφώς μόνο το "αλκοολούχο ποτό με άνισο (σ.σ. γλυκάνισο)" με την ονομασία "ούζο"». «Η εν λόγω σαφής και ακριβής κατά παρέκκλιση διάταξη πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να ερμηνεύεται στενά», αναφέρει το ΔΕΕ, εξηγώντας ότι «πράγματι, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη-μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα παρέκκλισης».
«Δεδομένου ότι το τσίπουρο και η τσικουδιά δεν αποτελούν, κατά το παρόν στάδιο της ενωσιακής νομοθεσίας, προϊόντα υπαγόμενα στο καθεστώς παρέκκλισης που προβλέπεται στην ίδια αυτή διάταξη, το Δικαστήριο εκτιμά, ότι τα προϊόντα αυτά υπόκεινται στον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης με όλα τα προϊόντα αιθυλικής αλκοόλης, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την εναρμόνιση», απεφάνθη το ΔΕΕ.
«Στην περίπτωση του τσίπουρου και της τσικουδιάς που παράγονται από τους μικρούς, διήμερους αποσταγματοποιούς, οι εφαρμοστέες οδηγίες επιτρέπουν επίσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μείωση (κατά 50%) σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή», διευκρινίζει. Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι «η φορολόγηση ύψους 59 λεπτών του ευρώ ανά χιλιόγραμμο που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία, είναι σημαντικά χαμηλότερη από το επιτρεπόμενο όριο».
Το Δικαστήριο κρίνει, ότι «το ενδεχόμενο εφαρμογής μειωμένων συντελεστών δεν πρέπει να οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη-μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα παρέκκλισης». «Όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται με εναρμονισμένο τρόπο σε επίπεδο Ένωσης, κάθε εθνικό μέτρο σχετικό με το ζήτημα αυτό πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω μέτρου εναρμόνισης», αναφέρει, εξηγώντας ότι «μολονότι επιτρέπεται στα κράτη-μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές για ορισμένα προϊόντα περιφερειακού ή παραδοσιακού χαρακτήρα, τούτο δεν σημαίνει εντούτοις, ότι μια εθνική παράδοση μπορεί αφ εαυτής να απαλλάξει τα εν λόγω κράτη-μέλη από τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης».
Το Δικαστήριο καταλήγει, ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις, που υπέχει από την οδηγία 92/83, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία, η οποία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50% σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης. Επιπλέον, η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ίδια οδηγία, σε συνδυασμό με την οδηγία 92/84, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία, η οποία προβλέπει την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς.