Υψηλοί φόροι και μείωση δαπανών φρέναραν την οικονομία αναφέρει ο κεντρικός τραπεζίτης
Η εκπλήρωση των δημοσιονομικών στόχων τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα προήλθε κυρίως από τη μείωση των δημοσίων επενδύσεων και της υπερφορολόγησης, «φρενάροντας» την οικονομία, όπως αναφέρει σε συνέντευξή του στην γερμανική εφημερίδα Handelsblatt ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας.
Ο Κεντρικός τραπεζίτης περιγράφεται από την εφημερίδα ως ένας «ενοχλητικός σοφός» για τον Αλέξη Τσίπρα, επειδή όπως επισημαίνει, αρέσκεται στο να βάζει το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων, να «ψέλνει τον εξάψαλμο» στον Έλληνα πρωθυπουργό και να του υπενθυμίζει τις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική πειθαρχία. Η τελευταία διαμάχη του με τον Τσίπρα αφορούσε τα «δωράκια» λίγο πριν τις ευρωεκλογές για αυτονόητους λόγους, τα οποία και κατακρίνει.
Υψηλοί φόροι και μείωση δαπανών φρέναραν την οικονομία
«Τον Μάιο η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει για φέτος τις δημόσιες δαπάνες και να μειώσει τη φορολογία, μέτρα που αντιστοιχούν με το 0,7% του ΑΕΠ», επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σε μακροσκελή συνέντευξη στην εφημερίδα του Ντίσελντορφ και στην ερώτηση για τους φόβους ότι φέτος η Ελλάδα δεν θα πιάσει του δημοσιονομικού στόχους.
«Αναμένουμε μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από το σχεδιαζόμενο 3,5% του ΑΕΠ στο 2,9%. Προσωπικά δεν βλέπω κανένα δημοσιονομικό χώρο για το ψηφισμένο φορολογικό πακέτο. Πόσο μάλλον που οι μακροοικονομικές προοπτικές για το 2019 έχουν χειροτερεύσει σε σχέση με τις υποθέσεις που περιγράφονται στον προϋπολογισμό». Ο Γιάνννης Στουρνάρας εκθέτει τους λόγους για τους οποίους είναι αντίθετος στη διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022.
«Για δύο λόγους, ο πρώτος αφορά στον τρόπο με το οποίο επιτυγχάνεται αυτό το πλεόνασμα με ένα δημοσιονομικό μείγμα που βασίζεται κατεξοχήν στη υπερφορολόγηση. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και τα στενά περιθώρια φορολογικής βάσης έχουν εξασθενήσει τα ιδιωτικά νοικοκυρά και τις επιχειρήσεις. Κι αυτό θέτει τη βιωσιμότητα των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα εν αμφιβόλω. Ο δεύτερος λόγος αφορά στις δημόσιες επενδύσεις. Η κυβέρνηση για πολλά χρόνια τις μείωσε για να εξοικονομήσει υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα κλέβοντας από την οικονομία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις. Πρέπει να κλείσουμε επειγόντως αυτήν την τρύπα».
Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα ίδια σφάλματα
Σε ό, τι αφορά στην κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, ο Στουρνάρας συνοψίζει τις μεγάλες προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει. «Κυρίως θα πρέπει να προσελκύσει ξένους επενδυτές και να αλλάξει το υπάρχον δημοσιονομικό μείγμα προς την κατεύθυνση χαμηλότερων φόρων» επισημαίνει. «Κατά την άποψή μου οι δημοσιονομικοί στόχοι που συμφωνήθηκαν είναι υπερβολικά υψηλοί. Θα πρέπει σε συνεννόηση με τους θεσμούς να μειωθούν για να μπορέσει να κινηθεί πιο γρήγορα η οικονομία» αναφέρει.
Κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό, ο Γιάννης Στουρνάρας περιγράφει τη χωρίς προηγούμενο δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας από το 2009 ως «αξιοθαύμαστη, γιατί επετεύχθη σε περίοδο βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης». Στην ερώτηση εάν φοβάται επιστροφή της Ελλάδας σε παρελθούσες καταστάσεις, αναφέρει ότι «δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα ίδια σφάλματα. Επιτύχαμε τη δημοσιονομική προσαρμογή και για αυτό το μάθημα, πληρώσαμε ένα πολύ υψηλό τίμημα για να μπορέσουμε να το ξεχάσουμε».
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας τοποθετείται και σε άλλα θέματα, που αφορούν στην ευρωζώνη. Υπερασπίζεται τις επιλογές Ντράγκι για συνέχιση της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής και για την ευρωζώνη υποστηρίζει, ότι δεν εκκινεί από τον φόβο ύφεσης.
Στο διάδοχο του Ντράγκι ο Στουρνάρας εύχεται να συνεχίσει τη «θετική υποθήκη» του απερχόμενου επικεφαλής τραπεζίτη και ότι θα πρέπει να κάνει χρήση όλων των μέσων, προκειμένου να διασώσει την ευρωζώνη. Τον Γενς Βάινταμ, διοικητή της Bundesbank, χαρακτηρίζει ως έναν εξαιρετικά καταρτισμένο, ικανό και έμπειρο τραπεζίτη. «Εάν εκλεγεί, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να συνεχίσει στο πνεύμα των τελευταίων αποφάσεων της ΕΚΤ και να κάνει το παν, εάν υπάρχει ανάγκη» υποστηρίζει.