Τι αναφέρει η τρίτη έκθεση των θεσμών
Στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έκανε καλό ξεκίνημα στη μεταμνημονιακή περίοδο, αλλά τους τελευταίους μήνες έχει επιβραδυνθεί η μεταρρυθμιστική της προσπάθεια, καταλήγει η τρίτη έκθεση των θεσμών στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, που δημοσίευσε, σήμερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
H έκθεση επισημαίνει ότι η Ελλάδα μπήκε «με σύνεση» στη μεταμνημονιακή περίοδο από τον Αύγουστο του 2018, ωστόσο διαπιστώνει ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων «έχει επιβραδυνθεί τους τελευταίους μήνες» και ότι ορισμένα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί δεν είναι «συνεπή» και δεν διασφαλίζουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί έναντι των Ευρωπαίων εταίρων, ενώ ενέχουν «κινδύνους» για την επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων.
Ωστόσο επισημαίνεται, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ότι «η έκταση του κινδύνου θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή των νέων σχημάτων για εξόφληση των οφειλών με δόσεις και τον αντίκτυπο που αυτή θα έχει στα υφιστάμενα».
Ειδικότερα στην έκθεσή της, η Επιτροπή κάνει λόγο για «οικονομική ανάκαμψη» που αναμένεται να συνεχιστεί το 2019, με την ανάπτυξη να προβλέπεται να φτάσει το 2,2% το 2019 και το 2020, από 1,9% το 2018, στηριζόμενη κυρίως από την εσωτερική ζήτηση. Η έντονη εξαγωγική επίδοση ήταν βασικός παράγοντας ανάπτυξης το 2018, αλλά αναμένεται να μετριαστεί το 2019, σημειώνει η Επιτροπή, προβλέποντας, ωστόσο ότι οι εξαγωγές θα αυξηθούν κατά 5% περίπου το 2019 και σχεδόν 4% το 2020 σε πραγματικούς όρους.
Επίσης, αναφέρεται στην υπεραπόδοση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% τρεις συνεχείς χρονιές αν και σημειώνεται ο περιορισμός των δημοσίων επενδύσεων.
Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, σημειώνεται ότι παρουσιάζει περαιτέρω βελτιώσεις, «παρόλο που η μείωση της ανεργίας πάγωσε τον Οκτώβριο του 2018 στο 18,6%, κυμαινόμενη γύρω από το επίπεδο αυτό μέχρι τον Φεβρουάριο του 2019». Σχετικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού, αναφέρεται ότι ο αντίκτυπος θα υπολογιστεί σε δεύτερο χρόνο, ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι «σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία, η αύξηση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα ήταν ισχυρή τους πρώτους μήνες μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού (Φεβρουάριος-Απρίλιος 2019), με μεγάλη αύξηση του αριθμού των εγγεγραμμένων συμβάσεων».
«Η πραγματική ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων απασχόλησης διατηρήθηκαν, και η Ελλάδα για άλλη μια φορά υπερέβη τον κύριο στόχο της για πλεόνασμα το 2018», αναφέρει η έκθεση, σημειώνοντας ότι «αν και με κάποια καθυστέρηση η ολοκλήρωση συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών υποχρεώσεων για το τέλος του 2018 επέτρεψε την εφαρμογή πρόσθετων μέτρων χρέους ύψους 970 εκατ. τον Απρίλιο του 2019». Επισημαίνεται, δε, ότι «η Ελλάδα έχει αρχίσει να ανακτά την πρόσβαση στις αγορές» και επωφελήθηκε από τις αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης.
Ανάμεσα στα θετικά σημειώνεται ότι το σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, προχωρά ομαλά, με ένα μεγάλο αριθμό ελέγχων να έχουν γίνει το 2018 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Επίσης, στον τομέα των κοινωνικών παροχών επισημαίνονται ως θετικά μέτρα το νέο επίδομα κατοικίας και το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης.
Εξάλλου, η έκθεση της Επιτροπής αναφέρει ότι παρόλο που ο χρηματοπιστωτικός τομέας συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα, η ρευστότητα στις τράπεζες έχει βελτιωθεί περαιτέρω και βρίσκονται σε εξέλιξη προσπάθειες για την καταπολέμηση των κόκκινων δανείων -αν και σε πιο χαμηλούς ρυθμούς από το αναμενόμενο.
Σε γενικές γραμμές, η Επιτροπή βλέπει «κινδύνους» σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο, που προκύπτουν από την επιβράδυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και την ανατροπή συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων. «Οι σημαντικότερες επιπτώσεις της κρίσης παραμένουν, όπως τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η ανεργία. Η μείωση αυτών των ανισορροπιών θα απαιτήσει πολυετή συνεχή εφαρμογή των θεσμικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν τα τελευταία χρόνια για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και του κράτους, καθώς και πολλά χρόνια οικονομικής ανάπτυξης», αναφέρει η έκθεση των θεσμών.
Αναφορικά με το πακέτο μέτρων που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση το προηγούμενο διάστημα, η Επιτροπή σημειώνει: «Οι προβλέψεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων δείχνουν ότι, μετά την έγκριση δημοσιονομικών μέτρων τον Μάιο του 2019, υπάρχουν κίνδυνοι για την επίτευξη του συμφωνηθέντος στόχου για πρωτογενή πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ το 2019 και εφεξής, καθώς και για τη συμμόρφωση με το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο το 2020». Εξάλλου εκτιμάται ότι το πακέτο, που περιλαμβάνει τη ρύθμιση οφειλών σε εφορία και Ταμεία, τη μείωση του ΦΠΑ σε σειρά προϊόντων, την υιοθέτηση της λεγόμενης "13ης σύνταξης" και την ανατροπή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων για ορισμένες συντάξεις, θα έχει δημοσιονομικό κόστος άνω του 1% του ΑΕΠ το 2019 και έπειτα. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι «η έκταση του κινδύνου θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή των νέων σχημάτων για εξόφληση των οφειλών με δόσεις και τον αντίκτυπο που αυτή θα έχει στα υφιστάμενα».
Επίσης, σημειώνεται ότι «η ποιότητα των πρόσφατων δημοσιονομικών μέτρων προκαλεί ανησυχία, δεδομένου του στόχου να καταστούν τα δημόσια οικονομικά πιο φιλικά προς την ανάπτυξη και να κατευθυνθεί ένα μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών δαπανών προς τις ομάδες που απειλούνται περισσότερο από τη φτώχεια».