Αναφορά στα σημαντικότερα προβλήματα για την επιχειρηματικότητα, δηλαδή στο φορολογικό, στο ασφαλιστικό και την πρόσβαση στη χρηματοδότηση
Αυτό που θέλει ο επιχειρηματικός κόσμος είναι κυρίως η πολιτική σταθερότητα που θα δώσει τη δυνατότητα να υλοποιηθούν όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα που θα τονώσουν την αγορά και θα ενισχύσουν τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Αυτό υπογραμμίζει ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας Κωνσταντίνος Μίχαλος σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ - ΜΠΕ.
Όπως υπογράμμισε «ως πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ επιχείρησα όλα αυτά τα χρόνια να έχω ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με όλες τις κυβερνήσεις, ακριβώς γι' αυτόν το λόγο». Ο πρόεδρος αναφέρεται στα σημαντικότερα προβλήματα για την επιχειρηματικότητα, δηλαδή στο φορολογικό, στο ασφαλιστικό και την πρόσβαση στη χρηματοδότηση.
Αναλυτικά η συνέντευξη του προέδρου της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνου Μίχαλου στην Εύη Παπαδοσηφάκη:
Βρισκόμαστε περίπου ένα μήνα μακριά από τις εθνικές εκλογές. Ποιες είναι οι προσδοκίες του επιχειρηματικού κόσμου από την επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει, όποια κι αν είναι αυτή;
Η αλήθεια είναι ότι από το 2010 και μετά, τη λεγόμενη δηλαδή μνημονιακή περίοδο, προέκυψαν πρωτόγνωρα προβλήματα, τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνία.
Αυτό που οι επιχειρηματίες θέλουν είναι κυρίως η πολιτική σταθερότητα που θα δώσει τη δυνατότητα να υλοποιηθούν όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα που θα τονώσουν την αγορά και θα ενισχύσουν τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Ως πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ επιχείρησα όλα αυτά τα χρόνια να έχω ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με όλες τις κυβερνήσεις, ακριβώς γι' αυτόν το λόγο.
Για να μπορέσουμε να πείσουμε ως επιχειρηματική τάξη για τα αυτονόητα. Για την ανάγκη μείωσης της φορολογίας, για την ανάγκη εξορθολογισμού του ασφαλιστικού μας συστήματος, για την επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, όπως και για πολλά άλλα θέματα που μπορεί να μην είναι «ηχηρά» αλλά αποτελούν τεράστια εμπόδια όπως για παράδειγμα οι απαράδεκτοι χρόνοι απονομής της δικαιοσύνης, οι θύλακες διαφθοράς στο δημόσιο, η εναπομένουσα γραφειοκρατία.
Δηλαδή, κύριε πρόεδρε, θεωρείτε ότι είναι ζήτημα προγραμματικών θέσεων των κομμάτων η επιλογή μίας κυβέρνησης φιλικότερης προς το επιχειρηματικό περιβάλλον;
Σε όλα τα ανεπτυγμένα κράτη, δυστυχώς όχι στην Ελλάδα, υπάρχει μια ισχυρότατη διοίκηση σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο που μπορεί να πορεύεται προς όφελος της επιχειρηματικότητας και της κοινωνίας, ανεξαρτήτως των κυβερνήσεων.
Βεβαίως και υπάρχουν ποιοτικές διαφορές στα προγράμματα, αλλά για να είμαστε ειλικρινείς, την τελευταία δεκαετία λόγω των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, οι πολιτικές αυτές επιβλήθηκαν από τους εταίρους και δανειστές.
Σε αυτό το διάστημα εμείς, ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, σε όλες τις κυβερνήσεις που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας, δε σταματήσαμε να προτείνουμε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Κάποιες από τις προτάσεις μας εισακούστηκαν. Οι περισσότερες, βεβαίως, όχι.
Η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει έχει μία λαμπρή ευκαιρία να αποδείξει ότι είναι πραγματικός σύμμαχος της επιχειρηματικής τάξης στην Ελλάδα που στο 99% της αποτελείται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή τον κορμό τόσο της εθνικής μας οικονομίας, όσο και ολόκληρης της κοινωνίας.
Για εμάς, καμία κυβέρνηση δεν είναι αντίπαλος. Γι΄ αυτό και καθίσαμε με όλους και συζητήσαμε. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και από την πλευρά της κάθε κυβέρνησης.
Χρειάζεται, όπως συνηθίζω να λέω, συναίνεση, συνεννόηση και συνεργασία του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων, των παραγωγικών τάξεων αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, για να φύγουμε μπροστά.
Κατά κοινή παραδοχή, η Ελλάδα είναι μία χώρα υψηλής φορολογίας. Πιστεύετε ότι αυτό μπορεί να αλλάξει και τι προτείνετε;
Η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος αποτελεί, για τα επιμελητήρια, απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος έχει ήδη καταθέσει προτάσεις επί συγκεκριμένων φορολογικών ζητημάτων, η υιοθέτηση των οποίων αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός δικαιότερου φορολογικού συστήματος που παράλληλα συνδράμει στην οικονομική ανάπτυξη.
Τις προτάσεις αυτές θα τις επαναφέρουμε και σε όποια κυβέρνηση προκύψει μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου.
Οι βασικές κατευθύνσεις τους είναι:
Υιοθέτηση ενιαίου συντελεστή φορολόγησης («flat tax rate») για τα φυσικά πρόσωπα της τάξης του 20%-25% που θα εφαρμόζεται στο σύνολο των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων (με κάποιες εξαιρέσεις, για εισοδήματα που ενδεχομένως χρήζουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης), ανεξάρτητα από την πηγή τους.
Ο συντελεστής φορολογίας αυτός θα πρέπει να επιβάλλεται επί των πραγματικών εισοδημάτων.
Συνεπώς, για την εξεύρεση των πραγματικών εισοδημάτων πρέπει να είναι επιτρεπτή η έκπτωση (αφαίρεση) των σημαντικότερων δαπανών των φυσικών προσώπων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων. Τέτοιες δαπάνες είναι οι ιατρικές δαπάνες, οι δαπάνες ενοικίου, συγκεκριμένες δαπάνες διαβίωσης (κυρίως αυτές που σχετίζονται με επαγγέλματα στα οποία παρατηρείται φοροδιαφυγή), οι δαπάνες για την καταβολή ασφαλίστρων κτλ.
Όσον αφορά τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων, προτείνουμε τη σταδιακή μείωση του φορολογικού συντελεστή έως 15% προκειμένου να καταστεί το ελληνικό φορολογικό περιβάλλον πιο ευνοϊκό για τις επιχειρήσεις και την προσέλκυση επενδύσεων.
Επίσης προτείνουμε τη μείωση του υπάρχοντος κανονικού συντελεστή Φ.Π.Α. (24%) σε 20% και σταδιακή περαιτέρω μείωσή του έως 15%, μέτρο που θα συμβάλει και στη μείωση της φοροδιαφυγής, και καθιέρωση ενιαίου συντελεστή Φ.Π.Α. με συγκεκριμένες εξαιρέσεις εφαρμογής μειωμένου συντελεστή σε κατηγορίες αγαθών ή υπηρεσιών με άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο, όπως η υγεία και η παιδεία.
Το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα έχει αδυναμίες τις οποίες καλείται η επόμενη κυβέρνηση να λύσει. Ποια είναι η θέση του επιχειρηματικού κόσμου;
Οι αλλαγές και οι παρεμβάσεις όλων των περασμένων δεκαετιών δεν επέφεραν ουσιαστικά αποτελέσματα και το ασφαλιστικό μας σύστημα παραμένει αντιαναπτυξιακό γιατί επιβάλει δυσβάσταχτο μη μισθολογικό κόστος, υπονομεύοντας την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση, τις ίδιες δηλαδή πηγές από τις οποίες χρηματοδοτείται.
Το ΕΒΕΑ έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για το ασφαλιστικό με τη σταδιακή μετάβαση σε ένα σύστημα τριών πυλώνων, προσαρμόζοντας στις εθνικές ανάγκες τις εμπειρίες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Το πρώτο βήμα είναι ο εξορθολογισμός των εισφορών. Παράλληλα, θα πρέπει να υπάρξει πλήρης φοροαπαλλαγή για τις ιδιωτικές ασφαλίσεις, ώστε να εμπεδωθεί στο κοινό σύνολο ο τρίτος προτεινόμενος πυλώνας που θα μπορέσει να δώσει σημαντική ώθηση στις συντάξεις.
Όσον αφορά αναλυτικότερα τους τρεις πυλώνες:
- Ο Πρώτος πρέπει να είναι Κρατικός-διανεμητικός που θα αποδεικνύει και την Αλληλεγγύη της κοινωνίας.
- Ο Δεύτερος πρέπει να είναι υποχρεωτικός κεφαλαιοποιητικός Πυλώνας σε κάθε επαγγελματικό ταμείο που θα αποδίδει συντάξεις καθορισμένων εισφορών με αποθεματικά και
- Ο Τρίτος πυλώνας θα πρέπει να αποτελείται από τις ατομικές αποταμιεύσεις με ισχυρά φορολογικά κίνητρα για τους ασφαλισμένους και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Κύριε πρόεδρε, για την πορεία προς την ανάπτυξη απαιτείται ένα υγιές τραπεζικό σύστημα. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί το χρηματοδοτικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις;
Ένα από τα κυριότερα θέματα που απασχολούν την επιχειρηματική κοινότητα είναι αυτό της πρόσβασης σε χρηματοδότηση. Οι τράπεζες είναι το κλειδί για την ανάκαμψη της οικονομίας. Χωρίς υγιείς τράπεζες, χωρίς νέες πιστώσεις, χωρίς ανταγωνιστικά επιτόκια δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε βιώσιμη ανάπτυξη.Σήμερα υπάρχει ακόμη πρόβλημα έλλειψης φτηνής χρηματοδότησης στην οικονομία. Στο επίπεδο των νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, έχουμε το θέμα της περιορισμένης προσφοράς. Στο επίπεδο των μεγάλων επιχειρήσεων, γνωρίζετε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται στις διεθνείς χρηματαγορές με υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.
Αν δεν βελτιωθούν οι προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας - με αντίστοιχη μείωση των spreads των Ελληνικών ομολόγων - το κόστος δανεισμού των Ελληνικών επιχειρήσεων θα παραμείνει συγκριτικά υψηλό. Όσον αφορά τις τράπεζες: κατανοούμε ότι είναι δύσκολο να μπουν νέοι επενδυτές και να τις δυναμώσουν κεφαλαιακά για άλλη μία φορά, αν δεν υπάρξουν ξεκάθαρες προοπτικές κερδοφορίας τους και δεν απομακρυνθούν οι αβεβαιότητες από τους ισολογισμούς τους, όπως τα μη-εξυπηρετούμενα ανοίγματα, η αβέβαιη αξία του κεφαλαιοποιημένου αναβαλλόμενου φόρου κλπ.