«Η επόμενη γενιά της ευρωπαϊκής ηπείρου αναζητά ποιοτικές θέσεις εργασίας και ένα σταθερό μέλλον»
Η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα πρέπει να μειώσουν τα επίπεδα της ανεργίας των νέων μέσω μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και με λιγότερη γραφειοκρατία για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις στην καινοτομία, δήλωσε η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ.
Mιλώντας σε δείπνο κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης για την Ασφάλεια στο Μόναχο, η κ. Λαγκάρντ τόνισε ότι η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι απαραίτητη ώστε τα εισοδήματα στα φτωχότερα μέλη της ΕΕ να συγκλίνουν με τα εκείνα των πλουσιότερων μελών.
Η επιτυχής σύγκλιση θα συμβάλει ώστε η Ένωση να αντιμετωπίσει αντιξοότητες, όπως αυτή των λαϊκιστικών αντιευρωπαϊκών κομμάτων, τις διαφωνίες επί της μεταναστευτικής πολιτικής και τις πιέσεις που ασκούνται στο παγκόσμιο εμπόριο, ανέφερε. «Η επόμενη γενιά της ευρωπαϊκής ηπείρου, που εξακολουθεί να υποφέρει από τα τραύματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αναζητά ποιοτικές θέσεις εργασίας και ένα σταθερό μέλλον. Ένας στους τέσσερις νέους στην ΕΕ κινδυνεύουν από την φτώχεια. Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων απαιτείται η ανανεωμένη δέσμευση για την κοινή ευημερία στην Ευρώπη. Επομένως ο στόχος μας πρέπει να είναι ξεκάθαρος: η επανεκκίνηση της διαδικασίας σύγκλισης και η εξασφάλιση του διαμοιρασμού των καρπών της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό θα συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το ευρωπαϊκό εγχείρημα», δήλωσε .
Η κ. Λαγκάρντ εξήρε τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που έχουν γίνει στην Πορτογαλία και που έδωσαν κίνητρα στις επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν νέους σε μόνιμες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, όπως είπε, η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα επλήγησαν σφοδρότερα από την οικονομική κρίση σε σχέση με τα πλουσιότερα μέλη της ΕΕ, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία. Οι οικονομίες των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου έχουν σε μεγάλο βαθμό ανακάμψει, όμως τα ποσοστά ανεργίας των νέων παραμένουν υψηλά. Στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία το ποσοστό υπερβαίνει το 30% την στιγμή που στην Γερμανία και την Ολλανδία είναι μικρότερο του 7% όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.