«Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του ντροπιαστικού υποκατώτατου μισθού για τους νέους έως 25 ετών θα πραγματοποιηθεί με υπουργική απόφαση που θα υπογράψω εντός του Ιανουαρίου»
Εν αναμονή των ανακοινώσεων από τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα -και αφού έχει προηγηθεί η σχετική προεργασία από το Υπουργείο Εργασίας- η Έφη Αχτσιόγλου σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ επισημαίνει ότι «η αύξηση του κατώτατου μισθού συνιστά οπωσδήποτε την κορυφαία και πλέον εμβληματική πράξη με την οποία υπηρετούμε το βασικό μας στόχο για την ενίσχυση της θέσης και του εισοδήματος των εργαζομένων», ωστόσο δεν είναι η μόνη, αναφέρει η αρμόδια υπουργός και παραπέμπει στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, επίσης σειρά μέτρων προστασίας των εργατικών δικαιωμάτων που «εισηγηθήκαμε και ψήφισε η Βουλή».
«Αναμφίβολα βέβαια -υπογραμμίζει- η επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού θα σηματοδοτήσει μια αλλαγή σελίδας για την ελληνική οικονομία και τους εργαζομένους αυτού του τόπου».
Αξίζει να σημειωθεί ότι -και είναι η πρώτη φορά που διατυπώνεται δημοσίως με κάθε λεπτομέρεια- ότι «η αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει σε αύξηση συνολικά 24 επιδόματα που συνδέονται με αυτόν και τα οποία στηρίζουν περισσότερους από 280.000 συμπολίτες μας», αποκαλύπτει στη συνέντευξή της στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Αναφορικά, πάντα, με τα εργασιακά θέματα, η κ. Αχτσιόγλου κατηγορεί την Νέα Δημοκρατία για «βαθιά προσβλητική για τους ανθρώπους του μόχθου» και «αλλοπρόσαλλη», στάση πίσω από την οποία κρύβεται -προσθέτει- ο εγκλωβισμός της αξιωματικής «σε ένα καταστροφολογικό αφήγημα το οποίο δεν λέει να αναθεωρήσει».
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του ντροπιαστικού υποκατώτατου μισθού για τους νέους έως 25 ετών θα πραγματοποιηθεί με υπουργική απόφαση που θα υπογράψω εντός του Ιανουαρίου, μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου. Όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες έχουν πια ολοκληρωθεί, ενώ πριν λίγο καιρό μου παραδόθηκε το πόρισμα της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων, το οποίο προτείνει πλήρως τεκμηριωμένα αύξηση με εύρος από 5% έως 10% και το οποίο λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη. Το ακριβές επίπεδο της αύξησης θα ανακοινωθεί από τον πρωθυπουργό. Η αύξηση του κατώτατου μισθού συνιστά οπωσδήποτε την κορυφαία και πλέον εμβληματική πράξη με την οποία υπηρετούμε το βασικό μας στόχο για την ενίσχυση της θέσης και του εισοδήματος των εργαζομένων, δεν είναι όμως η μόνη. Σε αυτό συμβάλει ήδη η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα, που κάναμε πράξη πριν λίγους μήνες, αλλά και σειρά μέτρων προστασίας των εργατικών δικαιωμάτων που εισηγηθήκαμε και ψήφισε η Βουλή. Αναμφίβολα βέβαια η επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού θα σηματοδοτήσει μια αλλαγή σελίδας για την ελληνική οικονομία και τους εργαζόμενους αυτού του τόπου.
Πράγματι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει σε αύξηση συνολικά 24 επιδόματα που συνδέονται με αυτόν και τα οποία στηρίζουν περισσότερους από 280.000 συμπολίτες μας. Τα κυριότερα από αυτά είναι το επίδομα ανεργίας, η παροχή μητρότητας, το εποχικό επίδομα, η αποζημίωση ασκουμένων σπουδαστών, το επίδομα επίσχεσης εργασίας ή διακοπής εργασιών της επιχείρησης και το επίδομα διαθεσιμότητας», τόνισε χαρακτηριστικά η υπουργός Εργασίας.
Για τη Συμφωνία των Πρεσπών σχολίασε: «Η Συμφωνία των Πρεσπών κινητοποιεί ένα φιλελεύθερο και προοδευτικό δυναμικό που δεν συμμερίζεται ούτε τις τοποθετήσεις ούτε τους χειρισμούς του κ. Μητσοτάκη και της κ. Γεννηματά. Και είναι θετικό το γεγονός ότι ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης υπάρχει ένα ισχυρό δυναμικό που στηρίζει αυτή τη Συμφωνία, καθώς αντιλαμβάνεται τη σημασία της για τη σχέση μας με τη γειτονική χώρα αλλά και τη θέση μας στα Βαλκάνια.
Από κει και πέρα ένα ευρύτερο προοδευτικό μέτωπο είναι απαραίτητο για να αντιμετωπιστεί η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και την Ευρώπη και από την πλευρά μας πάντοτε επιδιώκαμε το διάλογο με τις προοδευτικές δυνάμεις. Ο διάλογος όμως αυτός θα πρέπει να αφορά ένα σύνολο ζητημάτων όπως η οικονομική πολιτική, τα εργασιακά, η κοινωνική πολιτική και μόνο μέσα από αυτόν θα μπορέσουν να αποκρυσταλλωθούν οι συγκλίσεις.
Η Συμφωνία των Πρεσπών μας δίνει τη δυνατότητα να εκκινήσει αυτός ο διάλογος κι αυτό είναι σίγουρα θετικό. Ο διάλογος όμως είναι μόλις στην αρχή του και θα είναι μακρύς και δύσκολος».