Οδηγό αποτελεί η διατήρηση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα
Η διατήρηση συνθηκών εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, καθώς και η ενδυνάμωση της οικονομικής δραστηριότητας και του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, αναμένεται να συμβάλουν σε περαιτέρω ενίσχυση των τραπεζικών καταθέσεων το επόμενο διάστημα, εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεση της για την Νομισματική Πολιτική που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, ευνοϊκή επίδραση αναμένεται να συνεχίσει να ασκεί επίσης η διευρυμένη χρήση των ηλεκτρονικών πληρωμών, καθώς και τυχόν ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις ή και περαιτέρω περιορισμός της συστολής της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον τομέα των νοικοκυριών. Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ που δόθηκαν στη δημοσιότητα, την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2018 συνεχίστηκε η ενίσχυση της καταθετικής βάσης των ελληνικών τραπεζών, η οποία έχει ξεκινήσει ήδη από τα μέσα του 2016.
Η επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης το 2018 και η βελτιωμένη εμπιστοσύνη προς την ελληνική οικονομία, ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, ενδυνάμωσαν τη ζήτηση καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Οι εξελίξεις αυτές συμβάδισαν με σημαντική περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα στη διάρκεια του 2018. Θετική επίδραση στις τραπεζικές καταθέσεις ασκεί τα τελευταία έτη και η διευρυμένη χρήση των ηλεκτρονικών πληρωμών, καθώς αυτές συνδέονται με τραπεζικούς λογαριασμούς και επιτρέπουν στους χρήστες τους να υποκαταστήσουν το χρήμα σε φυσική μορφή με τραπεζικό χρήμα.
Ειδικότερα, οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα αυξήθηκαν συνολικά την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2018 κατά 4,4 δισ. ευρώ (ή περίπου 4%), καταγράφοντας σημαντική επιτάχυνση του ετήσιου ρυθμού ανόδου τους. H άνοδος των καταθέσεων, αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ, σημειώθηκε παρά την περαιτέρω συρρίκνωση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον τομέα αυτό (-2,8 δισ. ευρώ), η οποία αφορούσε κατά τα 3/5 περίπου τα νοικοκυριά και κατά τα 2/5 τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Οι καταθέσεις των νοικοκυριών, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος (70%) της καταθετικής βάσης των τραπεζών, αυξήθηκαν κατά 3,5 δισ. ευρώ την εξεταζόμενη περίοδο και ο ετήσιος ρυθμός αύξησής τους επιταχύνθηκε σημαντικά, φθάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 5 ετών (Δεκέμβριος 2017: 3,6%, Οκτώβριος 2018: 6,1%). Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, ευνοϊκή επίδραση στις καταθέσεις των νοικοκυριών άσκησε το 2018 η ενίσχυση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος. Οι καταθέσεις των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν το 14% του συνόλου, παρουσίασαν άνοδο κατά 0,9 δισ. ευρώ, αλλά ο ετήσιος ρυθμός αύξησής τους μετριάστηκε σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (Δεκέμβριος 2017: 12,6%, Οκτώβριος 2018: 7,9%).
Η επιβράδυνση αυτή συνδέεται πιθανόν με τις εντεινόμενες προσπάθειες των τραπεζών για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών ανοιγμάτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, οι καταθέσεις όψεως και οι τρεχούμενοι λογαριασμοί, που εξυπηρετούν σκοπούς συναλλαγών, συνέχισαν να ενισχύονται στη διάρκεια του 2018 με υψηλό ρυθμό σε συνέπεια με την υπό εξέλιξη οικονομική ανάκαμψη. Ομοίως, οι καταθέσεις απλού ταμιευτηρίου των νοικοκυριών αυξήθηκαν στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου με σταδιακά ενισχυόμενο ρυθμό, που αντανακλά την άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος στη διάρκεια του έτους.
Οι καταθέσεις προθεσμίας, οι οποίες εξυπηρετούν επενδυτικούς σκοπούς των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, δεδομένων και των περιορισμών στη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό, επίσης αυξήθηκαν στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου με ελαφρά επιταχυνόμενο ρυθμό. Η συνεχιζόμενη βελτίωση των καταθέσεων προθεσμίας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, υποδηλώνει σταδιακή ανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταθετών. Ακόμη και απουσία περιορισμών στη διασυνοριακή κίνηση κεφαλαίων, οι τοποθετήσεις σε καταθέσεις προθεσμίας θα ευνοούνταν από το γεγονός ότι τα επιτόκια που αποδίδουν οι καταθέσεις στις εγχώριες τράπεζες υπερέχουν συγκριτικά με το εξωτερικό.