Ζητά σύνδεση με την παραγωγικότητα και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών
Αύξηση του κατώτατου μισθού σε επίπεδα συμβατά με την αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της οικονομίας, αν αυτή επιβεβαιωθεί για το 2018, αλλά σε συνδυασμό με άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών «ώστε να έχουμε μια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, χωρίς να υπονομευθεί η εύθραυστη κατάσταση της οικονομίας» προτείνει ο ΣΕΒ με το εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων που αναφέρεται στον κατώτατο μισθό.
Προειδοποιεί επίσης, ότι «μια μεγάλη αύξηση που δεν συνδέεται με την μεταβολή της παραγωγικότητας και δεδομένου του ήδη υψηλού μη μισθολογικού κόστους της εργασίας κινδυνεύει να εκτοπίσει από την επίσημη αγορά εργασίας αρκετούς εργαζόμενους, που θα έρθουν αντιμέτωποι είτε με την ανεργία, είτε με την απώλεια της προστασίας που προσφέρει η επίσημη απασχόληση». Σύμφωνα με την ανάλυση του ΣΕΒ η επίπτωση στην αγορά εργασίας από την όποια αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα είναι αμελητέα και είναι πολύ πιθανό ότι θα μεγαλώσει την αδήλωτη ή ημιδηλωμένη εργασία. Επιπλέον, αναφέρει, μια προσπάθεια τεχνητής τόνωσης της ζήτησης, που δεν προέρχεται από αύξηση της παραγωγικότητας, θα πάει σε «ξένες τσέπες», διευρύνοντας περαιτέρω το εμπορικό έλλειμμα, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα πρέπει κατά τον Σύνδεσμο να υπερκαλύπτει την αύξηση που έγινε το 2016 και η πρόσθετη μείωση να χρηματοδοτηθεί μέσω της μείωσης του αφορολόγητου. «Για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, η μείωση του οριζόντιου «αφορολόγητου» πρέπει την ίδια ώρα να συμπληρωθεί από μια γενναία, ουσιαστική και όχι προσχηματική αύξηση της επιστροφής φόρου στις οικογένειες με παιδιά, για παράδειγμα, 500 ευρώ για κάθε παιδί αντί 50 ευρώ που ισχύει σήμερα, καθώς και μια αύξηση της επιστροφής φόρου, για παράδειγμα κατά 200 ευρώ ανά 5ετία αύξησης της ηλικίας στους συνταξιούχους άνω των 70 ετών. Έτσι, η ήδη νομοθετημένη μείωση του «αφορολόγητου» δεν θα τραυματίσει τους αδυνάμους», αναφέρει ο ΣΕΒ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ανάλυση, περίπου 400 χιλιάδες άτομα σήμερα έχουν αμοιβές σε ένα εύρος ανάμεσα στον παλιό, προ 2012, κατώτατο μισθό και τον κατώτατο ή και υποκατώτατο που ισχύει έκτοτε. Επιπλέον, μεγάλο μέρος της αγοράς εργασίας απασχολείται με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση, η οποία συχνά αφήνει υπόνοιες για μη ορθά δηλωμένη πλήρη απασχόληση. Σύμφωνα με στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ για το 2017, το 25,54% των εργαζομένων με κατώτατο ή υποκατώτατο μισθό απασχολούνται στις υπηρεσίες εστίασης και το 22,71% στον κλάδο του εμπορίου, ενώ συνολικά στις επιχειρήσεις μέχρι 49 εργαζόμενους συγκεντρώνεται το 77% των θέσεων εργασίας με κατώτατο ή υποκατώτατο μισθό.
«Το πρόβλημα της αγοράς εργασίας είναι συνεπώς ότι το φορολογικό πλαίσιο «στριμώχνει» ένα πολύ μεγάλο μέρος της μισθωτής εργασίας σε επίπεδα αποδοχών κοντά στον κατώτατο μισθό. Το πρόβλημα αυτό δεν λύνεται με την αύξηση του κατώτατου μισθού όπως συχνά προτάσσεται, αλλά με τη μείωση φόρων και εισφορών, καθώς και με μείωση του αντικινήτρου αύξησης των μισθών, δηλαδή με μείωση της υπερβολικά υψηλής προοδευτικότητας των φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων (περιλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς)», καταλήγει ο ΣΕΒ.