Σε ποιες μεταβιβάσεις ακινήτων επιβάλλεται – Ποιοι επιβαρύνονται
Είναι ένας φόρος που επιβλήθηκε αλλά στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ο λόγος για το φόρο υπεραξίας ακινήτων ο οποίος από ψηφίστηκε το 2014 αλλά από το 2015 μέχρι σήμερα συνεχώς αναστέλλεται. Και αυτό γιατί, όπως λένε οι ειδικοί της κτηματαγοράς εάν εφαρμόζονταν θα προκαλούσε περισσότερα προβλήματα στην αγορά των ακίνητων από τα έσοδα που θα έφερνε στα κρατικά ταμεία.
Η τελευταία παράταση που δόθηκε εκπνέει στις 31 Δεκεμβρίου 2018. Εάν δεν υπάρξει νέα παράταση θα πρέπει από την αρχή του έτους να εφαρμοστεί ένα ακόμη φόρος στα ακίνητα. Ο φόρος αυτός επιβαρύνει τους πωλητές των ακινήτων και με δεδομένη την αύξηση που καταγράφεται στις αγοραπωλησίες ακινήτων, το οικονομικό επιτελείο δεν αποκλείεται να εφαρμόσει το νέο φόρο.
Επειδή κανείς δεν γνωρίζει τι μέλλει γενέσθαι, καλό είναι οι φορολογούμενοι που σχεδιάζουν να πωλήσουν κάποιο ακίνητό τους να γνωρίζουν από τώρα τι τους περιμένει από το νέο έτος εάν τελικά επιβληθεί ο φόρος υπεραξίας. Συγκεκριμένα:
1. Ο φόρος υπεραξίας θα επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου. Ο φόρος θα επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου ενώ ο αγοραστής θα οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
2. Εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πουλάει για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμής της απόκτησής του, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ.
3. Όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν το 1995 θα απαλλάσσονται από το φόρο υπεραξίας.
Η τελική υπεραξία επί της οποίας θα υπολογίζεται ο φόρος θα προσδιορίζεται με βάση ποσοστιαίους συντελεστές απομείωσης κλιμακούμενους ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 25).
Ειδικά για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί από 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2002 οι συντελεστές απομείωσης θα περιορίζονται, καθώς θα πολλαπλασιάζονται με 0,8.