Τα συμπεράσματα της έκθεσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την Οικονομία και την Απασχόληση το 2018
Την Ενδιάμεση Έκθεση του 2018 για την ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, η οποία αξιολογεί το α΄ εξάμηνο του τρέχοντος έτους και εξάγει συμπεράσματα για την κατάσταση και τις προοπτικές της οικονομίας, δημοσιοποίησε σήμερα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ελληνική οικονομία φαίνεται να έχει εξέλθει από τη φάση στασιμότητας, στην οποία βρισκόταν τα τελευταία 4 έτη, με τον ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ να είναι πλέον σταθερά θετικός, την ίδια στιγμή που στην αγορά εργασίας παρατηρούνται σημάδια αργής, αλλά σταθερής βελτίωσης. Ωστόσο, η έκθεση δεν περιέχει μόνο θετικά και αισιόδοξα συμπεράσματα, καθώς παρότι ο ρυθμός μεγέθυνσης τους ΑΕΠ είναι πλέον σταθερά θετικός και παρά την αύξηση του το α΄ εξάμηνο του 2018, η απόκλιση από το μέσο πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 2,7% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό εξάμηνο.
Μισθοί κάτω από τα 1.000 ευρώ για το 72,8 των εργαζομένων
Όσον αφορά τις μισθολογικές εξελίξεις, συμπεραίνεται ότι η μείωση των ονομαστικών ωριαίων μισθών και ημερομισθίων κατά την περίοδο 2010-2018, δηλαδή συμπεριλαμβάνοντας και τη μερική ανάκαμψη των τελευταίων χρόνων, φτάνει στο 20%. Την ίδια περίοδο η παραγωγικότητα της εργασίας μειώνεται κατά 6%, αποτυπώνοντας έτσι και τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες της
καταστροφής του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας. Ειδικότερα:
- Σχετικά με την κατανομή των μισθών, το 72,8% των εργαζομένων λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ μόλις το 10% πάνω από 1.300 ευρώ.
- Σε κλαδικό επίπεδο, οι χαμηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της γεωργίας, όπου ο καθαρός μέσος μισθός ανέρχεται σε 607 ευρώ, ενώ ακολουθούν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό (668 ευρώ) και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (674 ευρώ).
- Αντίθετα, οι υψηλότερες μηνιαίες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (1.237 ευρώ), ενώ ακολουθούν οι τράπεζες και ασφάλειες (1.151 ευρώ), τα ορυχεία και λατομεία (1.140 ευρώ) και η δημόσια διοίκηση και άμυνα (1.101 ευρώ).
- Αναφορικά με την εξέλιξη του μέσου μισθού ανά ομάδα επαγγέλματος για την ίδια περίοδο, οι χαμηλότερες αποδοχές καταγράφονται στους ανειδίκευτους εργάτες, με μέσο μισθό 633 ευρώ, ενώ ακολουθούν τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τη γεωργία (683 ευρώ) και οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και το εμπόριο (726 ευρώ).
- Αντίθετα, οι υψηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (1.522 ευρώ) και ακολουθούν οι επαγγελματίες (1.098 ευρώ) και οι τεχνικοί (1.007 ευρώ).
Μείωση της ανεργίας λόγω μερικής απασχόλησης και μετανάστευσης
Όσον αφορά τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, παρατηρούνται σημάδια αργής, αλλά σταθερής βελτίωσης. Ειδικότερα, κατά το β΄ τρίμηνο του 2018 το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 19%. Ο ρυθμός υποχώρησης της ανεργίας αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μείωσή του κάτω από το 10% στα μέσα της δεκαετίας του 2020. Η πρόβλεψη αυτή ενισχύεται από τις εκτιμήσεις για βελτίωση της αποτελεσματικότητας της αγοράς εργασίας, όσον αφορά τη σύνδεση βραχυχρόνια ανέργων και νέων θέσεων εργασίας.
Κάτι τέτοιο ωστόσο -όπως επισημαίνεται στην έκθεση- δεν ισχύει στην περίπτωση των μακροχρόνια ανέργων, δημιουργώντας έτσι στοιχεία δυϊσμού στην αγορά εργασίας ανάμεσα στους συμμετέχοντες και στους μη ή οριακά συμμετέχοντες σε αυτήν. Αξίζει να αναφερθεί ότι η ανεργία πλήττει με διαφορετικό τρόπο διαφορετικές κατηγορίες του πληθυσμού. Ειδικότερα:
- Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο ανεργίας από τους άνδρες.
- Οι νέοι κάτω των 24 ετών αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια ένταξης στην αγορά εργασίας.
- Οι γεωγραφικές περιφέρειες που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία είναι της βόρειας και της δυτικής Ελλάδας.
- Επίσης, οι νέες θέσεις εργασίας δεν αφορούν στην πλειονότητά τους θέσεις πλήρους απασχόλησης, καθώς η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση κυριαρχούν στις νέες συμβάσεις εργασίας.
- Τέλος, σημαντικό τμήμα των ανέργων εμφανίζεται αποθαρρημένο από τις προοπτικές εισόδου στην αγορά εργασίας και οδηγείται είτε στην έξοδο από το εργατικό δυναμικό είτε στη μετανάστευση.
Με ετήσια ανάπτυξη 2% το ΑΕΠ θα φθάσει τα επίπεδα του 2007 σε 14 χρόνια
Αξιοσημείωτη είναι η εκτίμηση, ότι αν υποθέσουμε ότι θα υπάρξει σταθερός ρυθμός μεγέθυνσης 2% για τα επόμενα χρόνια, το ΑΕΠ θα επιστρέψει στο επίπεδο του 2007 έπειτα από 14 έτη, δηλαδή το 2032. Σύμφωνα με τα στοιχεία ωστόσο, η κατανάλωση μειώθηκε το δ΄ τρίμηνο του 2017 κατά 195 εκατ. ευρώ, παρέμεινε σχετικά σταθερή το α' τρίμηνο του 2018, ενώ το β΄ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκε κατά 321 εκατ. ευρώ. Στο ίδιο διάστημα, οι επενδύσεις αυξήθηκαν το δ΄ τρίμηνο του 2017 κατά 1,6 δισ. ευρώ, ενώ το α΄ και το β΄ τρίμηνο του 2018 μειώθηκαν κατά 590 εκατ. ευρώ και 294 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Σημειώνεται μάλιστα, ότι η αύξηση το δ΄ τρίμηνο του 2017 οφείλεται κατά κύριο λόγο στις δημόσιες επενδύσεις.
Θετική εξέλιξη αποτελεί η πορεία των εξαγωγών, οι οποίες το α΄ και το β΄ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκαν περίπου κατά 860 εκατ. ευρώ και 600 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Θα πρέπει να επισημανθεί, ότι μετά το 2016 ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών είναι αντίστοιχος με εκείνον της περιόδου 2003-2008. Επίσης, παρά την αύξηση των εξαγωγών, το εμπορικό ισοζύγιο της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να είναι ισοσκελισμένο ή ελλειμματικό. Την ίδια στιγμή, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της Γενικής Κυβέρνησης, αν και μειωμένες συγκριτικά με πέρσι, εξακολουθούν να είναι υψηλές.