Ποια είναι τα νέα δεδομένα που διαμορφώνουν τη μάχη στην συγκεκριμένη αγορά
Στις τελικές τους θέσεις «αρματώνονται» οι παίκτες της αγοράς παιχνιδιών καθώς σε λίγο η αγορά μπαίνει σε ρυθμούς Χριστουγέννων. Ο χριστουγεννιάτικος τζίρος στην αγορά παιχνιδιού αντιστοιχεί στο 30% του συνολικού ετήσιου τζίρου.
Ειδικά ενόψει μιας χρονιάς που οι οιωνοί δεν φαίνονται καλοί, το χριστουγεννιάτικο στοίχημα φαντάζει πιο δελεαστικό από ποτέ.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα, ο ένας εκ των δυο μεγαλύτερων παικτών της αγοράς παιχνιδιού, Απόστολος Βακάκης της Jumbo, από το βήμα της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών, χαρακτήρισε το 2019 «χρονιά αναταράξεων». Ο κ. Βακάκης, για τη δική του επιχείρηση, προέβλεψε επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των πωλήσεων και πτώση ή – στην καλύτερη περίπτωση- πάγωμα των κερδών στα περσινά επίπεδα (χρήση 2017 – 2018).
Σύμφωνα με τον κ. Βακάκη, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά παιχνιδιού αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες όλες οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα όπως: η αύξηση του κατώτατου μισθού, η αύξηση ενεργειακού κόστους, η αύξηση στα κόστη μεταφοράς, λόγω των υψηλών διεθνών τιμών του πετρελαίου, αλλά και χρονική μετάθεση των αντίμετρων για τις επιχειρήσεις, δηλαδή η μείωση φορολογίας κερδών και μερισμάτων.
Παρά την κρίση αλλά και τις νέες προκλήσεις, πάντως, η ζήτηση για παιχνίδια αποδείχτηκε σχετικά «ανελαστική», ειδικά τις περιόδους των εορτών. Έτσι, εκτός από τους παλαιότερους και μεγάλους παίκτες της αγοράς παιχνιδιών που άντεξαν (ή ακόμη και αναπτύχθηκαν) στην περίοδο της κρίσης, από το 2010 δηλαδή και μετά, νέοι παίκτες αναζητούν το δικό τους μερίδιο και θέση στην αγορά, που φτάνει και τα 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Οι δυο «μεγάλοι» και οι νέοι διεκδικητές στην αγορά παιχνιδιού
Με, ή παρά, τα προαναφερθέντα δεδομένα, τα «παιχνιδάδικα» αναζητούν νέες ευκαιρίες εισόδου και παρουσίας στην αγορά. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα «παιχνιδάδικα» αναζητούν φυσικά καταστήματα όχι μόνον σε περιοχές με υψηλό σχετικά διαθέσιμο εισόδημα, χαμηλό εισόδημα αλλά και σε νέες «γειτονιές».
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται επίσης, στην ηλεκτρονική αγορά, μια τάση που παρατηρείται γενικότερα το τελευταίο διάστημα στο εμπόριο, κάθε είδους προϊόντων.
Οι δυο «μεγάλοι» της αγοράς παιχνιδιών δεν είναι άλλοι από τα Jumbo, του Απόστολου Βακάκη, και ο Γιώργος Μουστάκας με την ομώνυμη αλυσίδα καταστημάτων. Αυτές οι δυο αλυσίδες, παρά τις μεγάλες μεταξύ τους διαφορές ως προς την επιχειρηματική δομή, κατέχουν το 50% της ελληνικής αγοράς.
Και ενώ τα μικρά καταστήματα που πωλούν αποκλειστικά παιχνίδια σχεδόν έχουν εκλείψει από την αγορά, οι νέοι διεκδικητές μεριδίου στην αγορά παιχνιδιού δεν λείπουν: μια σχετικά νέα άφιξη είναι η δανέζικη φίρμα Flying Tiger, που ήρθε στην Ελλάδα το 2010 και αναπτύσσεται σταθερά παρά την κρίση. Η εταιρεία έχει ανοίξει καταστήματα στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο, τη Λάρισα, την Πάτρα και την Κρήτη.
Η Tiger είναι μια δανέζικη οικογενειακή επιχείρηση που ξεκίνησε πριν 20 χρόνια με είδη σπιτιού και χρηστικά προσωπικά αντικείμενα, φτιαγμένα κυρίως στην Ασία, αλλά με σκανδιναβικό ντιζάιν.
Το υπόλοιπο μερίδιο από την πίτα της αγοράς παιχνιδιού μοιράζονται οι: Ζαχαριάς, Toys Academy, Comfuzioο, η Γκούφη Σταρ, η Funny Bunny και άλλες μικρότερες επιχειρήσεις. Ξεχωριστή είναι η περίπτωση της Plan Toys του Bάιου Kουρκάκη, ο οποίος με αιχμή την Kαρδίτσα άνοιξε καταστήματα ανά την Eλλάδα και προσφέρει παιχνίδια κατασκευασμένα από καουτσουκόδεντρα.
JUMBO VS Μουστάκας
Οι δυο μεγάλες αλυσίδες που κερδίζουν το 1 στα 2 ευρώ της συνολικής αγοράς παιχνιδιού στην Ελλάδα, δεν μοιάζουν μεταξύ τους.
Η μεν Μουστάκας παραμένει αμιγώς παιχνιδάδικο και το Jumbo - με ηγετική θέση στο εγχώριο λιανεμπόριο κι ένα ευρύ χαρτοφυλάκιο προϊόντων όπου τα είδη που απευθύνονται στο παιδί αντιστοιχούν στο 40% περίπου. Τα υπόλοιπα είδη δεν έχουν σχέση και δεν απευθύνονται σε παιδιά, αλλά στους γονείς.
Η Jumbo, του Απόστολου Βακάκη, με κύκλο εργασιών της τάξεως των 681,43 εκατ. ευρώ μαζί με το εξωτερικό, διαθέτει παρουσία στην ελληνική αγορά με 51 καταστήματα και κατέχει τη μερίδα του λέοντος στην αγορά. O Bακάκης, όπως είναι γνωστό, δίνει μεγάλη έμφαση στη διαφήμιση και έχει δημιουργήσει καταστήματα που εκτός από παιχνίδια διαθέτουν και πολλά ακόμη είδη: στα ράφια των καταστημάτων υπάρχουν από απορρυπαντικά μέχρι σφουγγάρια και ρούχα, ενώ τα παιχνίδια περιορίζονται στο 40% των κωδικών του κάθε καταστήματα. H πλειονότητά τους εισάγεται από την Kίνα.
Το 60% του τζίρου της Jumbo γίνεται στην Ελλάδα. Ενώ το υπόλοιπό 40% μοιράζεται στη Ρουμανία, χώρα οργανικής ανάπτυξης της εταιρείας, με 11 καταστήματα, με στόχο την επόμενη τετραετία ο αριθμός τους να φτάσει τα 20. Τα επενδυτικά σχέδια της Jumbo περιλαμβάνουν ακόμη το άνοιγμα καταστημάτων στη Βουλγαρία, στην Κύπρο, στην Σλοβενία και την Κροατία. Η Jumbo εκτός από την Ελλάδα δραστηριοποιείται με εταιρικά καταστήματα ή υπό καθεστώς franchising σε Κύπρο, Βουλγαρία, Ρουμανία, ΠΓΔΜ, Αλβανία, Σερβία και Βοσνία.
Απεναντίας, ο Γιώργος Μουστάκας έχει φτιάξει ένα δίκτυο 13 καταστημάτων με «ναυαρχίδα» πλέον εκείνο στο Mοναστηράκι. Aν και δεν υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία, εκτιμάται ότι κάνει τζίρο άνω των 35 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Η διαφορά με τα Jumbo είναι πως ο Γιώργος Mουστάκας και ο γιος του Nίκος παραμένουν οι «καθαρόαιμοι παιχνιδάδες». Στα καταστήματά τους το παιχνίδι είναι κυρίαρχο, συνεχίζοντας την παράδοση που καθιέρωσε το όνομά τους στην αγορά και δίνοντας έμφαση σε εκπαιδευτικά παιχνίδι.
Όπως έχει δηλώσει παλαιότερα ο Γιώργος Μουστάκας, στόχος τους είναι πάντα η ποιότητα, ενώ ρίχνοντας το γάντι προς τον αντίπαλό του Bακάκη, είχε πει «η περίπτωση των Jumbo δεν μας ενδιαφέρει. Eίμαστε εταιρία που κατασκευάζει παιχνίδια και όσα εποχικά είδη έχουμε στα ράφια μας σχετίζονται και πάλι με το παιδί». O «Δαυίδ» των παιχνιδιών έχει καταφέρει όχι μόνο να στέκεται όρθιος παρά τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, αλλά και να κοντράρει τον «Γολιάθ» και leader της αγοράς, την Jumbo του Aπόστολου Bακάκη.