Τα μέτρα ελάφρυνσης που συμφωνήθηκαν στο τρίτο πρόγραμμα
Με αφορμή την επίσημη ολοκλήρωση του προγράμματος με την Ελλάδα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) σε αναλυτικό έγγραφο που δημοσίευσε σήμερα, παρουσιάζει την πρόοδο που έχει σημειώσει η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τον ESM, η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει σημαντικά τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες της, φέρνοντας σε πέρας «μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή» που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κατά περίπου 16% του ΑΕΠ (από έλλειμμα 15,1% το 2009, σε πλεόνασμα 0,8% το 2017).
Πέρα από τη δημοσιονομική προσαρμογή, ο ESM υπογραμμίζει πως μέσα από ένα «ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων», η Ελλάδα πέτυχε: τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (αναδιάρθρωση τραπεζών, μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων), την ενίσχυση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και των επενδύσεων (μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και προϊόντων) και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης (αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα και του δικαστικού συστήματος).
Όπως τονίζεται, η ελληνική οικονομία πλέον έχει επιστρέψει στην ανάπτυξη καθώς άρχισαν να φαίνονται τα αποτελέσματα της ανάκαμψης (από ύφεση -5,5% το 2010 σε ανάπτυξη 1,4% το 2017, η οποία προβλέπεται να φτάσει το 1,9% το 2018 και το 2,3% το 2019). Επίσης, υπογραμμίζεται η σταδιακή μείωση της ανεργίας και βελτίωση των συνθηκών της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, παρ' όλο που εξακολουθεί να έχει τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ. Όπως αναφέρεται, το 2010 η ανεργία ήταν 12,7% στην Ελλάδα και αφού έφθασε στο ανώτατο σημείο του 27,5% τον Ιούλιο του 2013, μειώθηκε τώρα στο 19,5% τον Μάιο του 2018. Σημειώνεται, δε, πως η μείωση των ποσοστών της ανεργίας το 2017 αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πτώση σε ένα έτος από το 2013, ενώ από την έναρξη του προγράμματος ESM το 2015 δημιουργήθηκαν περισσότερες από 100.000 νέες θέσεις εργασίας.
Πρόοδος παρατηρείται, επίσης, σύμφωνα με τον ESM στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο έφτασε στο -0,4% το 2018 από -15,8% το 2008.
Εξάλλου, ο ΕSM επισημαίνει πως η ελληνική οικονομία βελτίωσε την ανταγωνιστικότητά της μειώνοντας το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ενώ αναφέρεται και στο γεγονός ότι τον Ιούλιο του 2018, το δεκαετές ομόλογο επέστρεψε στα προ κρίσης επίπεδα (3,9%).
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις αγορές, ο ESM σημειώνει πως η Ελλάδα απέκτησε και πάλι πρόσβαση στις αγορές τον Ιούλιο του 2017 με την έκδοση πενταετούς ομολόγου αξίας 3 δισ. (το πρώτο μετά το 2014). Η πορεία αυτή συνεχίστηκε με ανταλλαγή ομολόγων το Νοέμβριο του 2017 (πέντε νέες εκδόσεις, 5 με 25 έτη) και την έκδοση επταετούς ομολόγου αξίας 3 δισ. το Φεβρουάριο του 2018.
Τέλος, επισημαίνεται πως η Ελλάδα έχει δημιουργήσει ένα μαξιλάρι ρευστότητας που ξεπερνά τα 24 δισ. ευρώ και το οποίο αναμένεται να καλύψει τις οικονομικές της ανάγκες για περίπου 22 μήνες μετά το τέλος του προγράμματος και αποτελεί σημαντικό εχέγγυο για την αντιμετώπιση ενδεχόμενου κινδύνου.
Σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ο ESM παρουσιάζει τα μέτρα ελάφρυνσης που συμφωνήθηκαν στο τρίτο πρόγραμμα: τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που υλοποιήθηκαν το 2017 από τον ΕSM και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) με αποτέλεσμα τη μείωση λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 25% μέχρι το 2060 και των χρηματοδοτικών αναγκών κατά 6%) και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που συμφωνήθηκαν από το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018, που περιλαμβάνουν τη μεταφορά κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα, την αναβολή αποπληρωμής τόκων και αποσβέσεων κατά 10 έτη καθώς και την παράταση της μέγιστης σταθμισμένης μέσης διάρκειας κατά 10 έτη για τα δάνεια του ΕΤΧΣ).
Εξάλλου, αναφέρεται πως η Ελλάδα θα αποπληρώσει τα δάνεια ΕSM από το 2034 έως το 2060, ενώ τα δάνεια του ΕFSF (ύψους 96,4 δισ. ευρώ) είχε προγραμματιστεί να αποπληρωθούν από το 2023 έως το 2056, ωστόσο θα εφαρμοστεί η δεκαετής παράταση.
Όπως σημειώνει ο ESM, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα αναμένεται να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας στο βασικό σενάριο, ενώ η εφαρμογή μιας φιλόδοξης στρατηγικής ανάπτυξης και συνετών δημοσιονομικών πολιτικών από την ελληνική κυβέρνηση θα είναι τα βασικά συστατικά προκειμένου να διατηρηθεί σε βιώσιμα επίπεδα. Μακροπρόθεσμα, το Eurogroup συμφώνησε επίσης να επανεξετάσει στο τέλος της περιόδου χάριτος του ΕFSF το 2032, εάν χρειάζονται πρόσθετα μέτρα για το χρέος για να εξασφαλιστεί η τήρηση των στόχων για τις ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και 20% μακροπρόθεσμα).
Συνολικά, σύμφωνα με τα στοιχεία του ESM, η Ελλάδα από το 2010 έχει λάβει 288,7 δισ. ευρώ δανείων, από τα οποία τα 203,8 είναι από τον EFSF και το διάδοχό του ΕSM. Tα 52,9 δισ. ευρώ εκταμιεύθηκαν στο πλαίσιο της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης (διμερή δάνεια από τα κράτη-μέλης της Ευρωζώνης. Τέλος, το ΔΝΤ έχει επίσης εκταμιεύσει συνολικά 32,1 δισ. ευρώ στην Ελλάδα στο πλαίσιο των δύο πρώτων προγραμμάτων, αλλά δεν εκταμίευσε καθόλου χρήματα παράλληλα με το πρόγραμμα του ESM.