Ο περιορισμός της χρήσης συνδέεται με τις 12 δόσεις που δίνει πλέον η ίδια η εφορία
Οι πληρωμές φόρων με πιστωτικές κάρτες - και στα γκισέ των τραπεζών-, παρουσιάζει πτωτικές τάσεις. Η μείωση αναφορικά με τον Ιούλιο αναφορικά με την πρώτη περίπτωση παρουσίασε μείωση της τάξης των 15% και στη δεύτερη στο 10%.
Συνολικά στις τέσσερις συστημικές τράπεζες οι πληρωμές φόρου εισοδήματος με πιστωτικές κάρτες εκτιμάται πως υποχώρησαν κατά περίπου 15% από περίπου 145 εκατ. ευρώ τον περυσινό Ιούλιο, στη ζώνη των 120 εκατ. ευρώ φέτος. Τραπεζικές πηγές εκτιμούν πως ενδεχομένως ο περιορισμός της χρήσης πιστωτικής κάρτας για πληρωμή φόρου συνδέεται με τις 12 δόσεις που δίνει πλέον η ίδια η «εφορία» με τη βεβαίωση του φόρου, με μηνιαίο επιτόκιο 5% έναντι 18% που κοστίζει η κάρτα εάν η οφειλή (η δόση) στην τράπεζα δεν πληρωθεί στην ώρα της.
Σύμφωνα με το euro2day.gr, η πτώση, επί του παρόντος δεν μπορεί να οδηγήσει στην εξαγωγή σαφών συμπερασμάτων. Ενδεχομένως να αποτελεί μια όψη της δεδομένης φορολογικής κόπωσης, ίσως όμως συνδέεται με δύο νέες πρακτικές που υιοθέτησε η Φορολογική Διοίκηση, δίνοντας τη δυνατότητα στους φορολογούμενους αφενός να πληρώσουν απευθείας με τη χρήση καρτών μέσω taxisnet τους φόρους τους, αφετέρου να «σπάσουν» το φόρο σε δώδεκα μηνιαίες δόσεις, κάνοντας χρήση της πάγιας ρύθμισης πριν η οφειλή γίνει ληξιπρόθεσμη. Πέρυσι τέτοια εποχή κανένα από τα δύο «εργαλεία» δεν ήταν ενεργό.
Από τα στοιχεία τα οποία έχουν στη διάθεσή τους οι τράπεζες, πάντως, προκύπτει ότι ένας στους δέκα φορολογούμενους στο σύνολο των περίπου 100.000 οι οποίοι πλήρωσαν την πρώτη δόση του φόρου εισοδήματος τον περυσινό Ιούλιο μέσω πιστωτικών καρτών, φέτος δεν χρησιμοποίησαν τις κάρτες τους.
Πέρυσι τον Ιούλιο, σε μία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες οι πληρωμές φόρου εισοδήματος μέσω πιστωτικών καρτών έφτασαν τα 35,3 εκατ. ευρώ. Φέτος περιορίστηκαν σε 30,4 εκατ. ευρώ.
Στο ίδιο διάστημα οι πληρωμές φόρων εισοδήματος στο γκισέ της τράπεζας μειώθηκαν από 138 εκατ. ευρώ σε 126 εκατ. ευρώ ενώ και οι εφάπαξ πληρωμές μέσω πιστωτικής κάρτας περιορίστηκαν από 632.000 ευρώ σε 491.000 ευρώ.