«Σήμερα είμαι αισιόδοξος, όταν κοιτάζω στην περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος του ESM στις 20 Αυγούστου»
Tην αισιοδοξία του για το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη εξέφρασε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) με δηλώσεις του στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt. «Σήμερα είμαι αισιόδοξος, όταν κοιτάζω στην περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος του ESM στις 20 Αυγούστου. Αν η Ελλάδα παραμείνει στην πορεία των μεταρρυθμίσεων, βλέπω ένα καλό μέλλον για αυτή στην Ευρωζώνη», δήλωσε.
Στην ερώτηση τι μπορεί να μάθει η Ελλάδα από τις χώρες που βγήκαν από τα δικά τους προγράμματα, ο Ρέγκλινγκ απάντησε: «Σήμερα, οι χώρες που ήταν σε πρόγραμμα, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, έχουν τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη. Αυτές οι χώρες εφάρμοσαν τη μεταρρυθμιστική ατζέντα με αποφασιστικό τρόπο και έδειξαν ότι έχουν την ιδιοκτησία. Κάνοντας αυτό, έστειλαν ξεκάθαρο μήνυμα και μετά το τέλος του προγράμματος ότι η οικονομική πολιτική τους θα υπηρετεί τους στόχους της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Η Ελλάδα έχει δεσμευθεί να συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική πορεία. Διαφορετικά, κάποια από τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν πρόσφατα θα μπορούσαν να αποσυρθούν. Επίσης, η Ελλάδα γνωρίζει ότι θα είναι υπό τη μόνιμη παρακολούθηση και αξιολόγηση των αγορών και των επενδυτών, ακριβώς όπως και οι άλλες χώρες που ήταν σε πρόγραμμα».
Ερωτηθείς, γιατί το πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας κράτησε πολύ περισσότερο στην Ελλάδα από ότι στις άλλες χώρες σε πρόγραμμα, ο Ρέγκλινγκ σημείωσε σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Σε καμία άλλη χώρα τα προβλήματα δεν ήταν τόσο μεγάλα και η διοίκηση τόσο αδύναμη όσο στην Ελλάδα. Επιπλέον, με τον Βαρουφάκη η χώρα κινήθηκε σε λάθος κατεύθυνση για έξι μήνες το 2015 και αυτό κόστισε στους Έλληνες δισεκατομμύρια. Για τους λόγους αυτούς, η διαδικασία προσαρμογής κράτησε έξι χρόνια και όχι μόνο τρία, όπως σε άλλες χώρες. Οι προσπάθειες, όμως, αποφέρουν τώρα καρπούς. Από το 2016, η χώρα έχει πάντα ένα «μαύρο μηδενικό» (σ.σ.: ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό προϋπολογισμό), παρά το γεγονός ότι το έλλειμμα ήταν μεγαλύτερο από 15% του ΑΕΠ το 2009. Τα αποτελέσματα αυτά ήταν δυνατά, μόνο επειδή η Ελλάδα εφάρμοσε μεγάλους βεληνεκούς και συχνά επώδυνες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Για παράδειγμα, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν σημαντικά. Αυτό ήταν αναγκαίο, επειδή προηγουμένως είχαν αυξηθεί πολύ ταχύτερα από την παραγωγικότητα και η χώρα είχε χάσει την ανταγωνιστικότητά της».