Αφορά όσους έχουν πτωχεύσει ή άφησαν χρέη στο τεφτέρι της Εφορίας άνω των 100.000 ευρώ
Μόνο με την καταβολή εγγύησης θα μπορούν να κάνουν έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας όσοι φορολογούμενοι είχαν ασκήσει κατά το παρελθόν επιχειρηματικές δραστηριότητες αλλά πτώχευσαν ή κατέστησαν αφερέγγυοι αφήνοντας πίσω τους ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές άνω των 100.000 ευρώ. Αν θέλουν να ξεκινήσουν νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες θα πρέπει να παράσχουν σημαντικού ύψους χρηματικές εγγυήσεις στις φορολογικές αρχές.
Ο θεσμός της εγγύησης για τους αφερέγγυους καθιερώνεται με τις νέες διατάξεις του πολυνομοσχεδίου. Ειδικότερα:
1. Η Φορολογική Διοίκηση θα απαιτεί εγγύηση από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που πρόκειται να ασκήσει δραστηριότητα επιχειρηματικού περιεχομένου, εάν:
α) το ίδιο το φυσικό πρόσωπο, οποτεδήποτε κατά το τρέχον και τα προηγούμενα πέντε, πριν από την υποβολή της δήλωσης έναρξης, φορολογικά έτη, πτώχευσε ή κατέστη εν γένει αφερέγγυο ή υπήρξε διευθυντής, πρόεδρος, διαχειριστής, διευθύνων σύμβουλος ή πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση νομικού προσώπου ή οντότητας ή ήταν «συνδεδεμένο πρόσωπο» με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που πτώχευσαν ή κατέστησαν αφερέγγυα κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, είτε
β) μέτοχος με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 33% ή εταίρος ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας υπήρξε οποτεδήποτε κατά το τρέχον και τα 5 προηγούμενα φορολογικά έτη, πριν από την υποβολή της δήλωσης έναρξης, διευθυντής, πρόεδρος, διαχειριστής, διευθύνων σύμβουλος ή πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση νομικού προσώπου ή οντότητας ή ήταν «συνδεδεμένο πρόσωπο» με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που πτώχευσαν ή κατέστησαν εν γένει αφερέγγυα κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο.
Η εγγύηση θα απαιτείται, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι η πτώχευση ή άλλη αφερεγγυότητα είχε ως αποτέλεσμα να οφείλεται στη Φορολογική Διοίκηση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης έναρξης, συνολική βασική ληξιπρόθεσμη φορολογική οφειλή από φόρο εισοδήματος, φόρο προστιθέμενης αξίας, παρακρατούμενους φόρους μισθωτών υπηρεσιών και πρόστιμα, τουλάχιστον 100.000 ευρώ. Εξαιρούνται ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές, οι οποίες κατά την υποβολή της δήλωσης έναρξης τελούν σε αναστολή που έχει χορηγηθεί με προσωρινή διαταγή, δικαστική απόφαση, πράξη διοικητικού οργάνου ή εκ του νόμου καθώς και οφειλές οι οποίες έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής η οποία τηρείται και έχουν καταβληθεί τουλάχιστον 3 δόσεις αυτής.
Ως αφερέγγυο για την εφαρμογή του παρόντος πρόσωπο, πλέον αυτού που πτώχευσε, νοείται και κάθε πρόσωπο που έχει υπαχθεί σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης εν λειτουργία, σε διαδικασία εξυγίανσης, σε ειδική διαχείριση του άρθρου 68 του ν. 4307/2014 καθώς και κάθε πρόσωπο που έχει υπαχθεί στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 (νόμου Κατσέλη). Εξαιρούνται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αμιγείς ή μεικτές επιχειρήσεις Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων Δήμων, δημόσιοι οργανισμοί, καθώς και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.
Η εγγύηση, σύμφωνα με την παραπάνω περίπτωση, θα απαιτείται μόνο μετά από απόφαση της Φορολογικής Διοίκησης, από την οποία προκύπτει, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ανωτέρω περίπτωσης και με την οποία προσδιορίζεται το ύψος της εγγύησης. Το ύψος της εγγύησης προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπ’ όψιν ενδεικτικά το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών της ανωτέρω περίπτωσης καθώς και τη νομική μορφή του υποβάλλοντος τη δήλωση προσώπου.
2. Για τα φυσικά πρόσωπα, που προβαίνουν σε νέα έναρξη εργασιών και κατά την άσκηση προηγούμενης δραστηριότητας επιχειρηματικού περιεχομένου ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) τους είχε ανασταλεί ή πληρούνται οι προϋποθέσεις αναστολής αυτού, θα απαιτείται η κατάθεση εγγύησης. Το ύψος της εγγύησης θα μπορεί να είναι χαμηλότερο από 15.000 ευρώ και θα προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της φοροδιαφυγής, τον λόγο της αναστολής και την τυχόν υποτροπή. Η εν λόγω εγγύηση καταπίπτει αυτοδικαίως σε περίπτωση νέας αναστολής χρήσης του Α.Φ.Μ..