«Ο οικονομικός εθνικισμός είναι πόλεμος», υπογράμμισε ο Μακρόν
Στα πρόθυρα εμπορικού πολέμου ωθείται η παγκόσμια οικονομία μετά την ανακοίνωση των ΗΠΑ ΓΙΑ την επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από τον Καναδά, το Μεξικό και την ΕΕ, που έχουν αρχίσει ήδη να προχωρούν σε αντίποινα, την ώρα μάλιστα που διεξάγεται η σύνοδος των υπουργών Οικονομικών της G7.
Οι δασμοί 25% στις εισαγωγές χάλυβα και 10% στις εισαγωγές αλουμινίου από την ΕΕ, τον Καναδά και το Μεξικό τίθενται επισήμως σε ισχύ σήμερα.
Επιφέροντας ένα βαρύ πλήγμα εναντίον των εταίρων τους, στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε αγανάκτηση ακόμη και στο κόμμα του, τους Ρεπουμπλικάνους.
«Η απόφαση στοχεύει τους συμμάχους των ΗΠΑ, την ώρα που θα πρέπει να εργαζόμαστε μαζί τους για τις άδικες εμπορικές πολιτικές κάποιων χωρών, όπως η Κίνα», τόνισε ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Πολ Ράιαν.
Η Οτάβα ήταν από τις πρώτες που απάντησαν επιβάλλοντας δασμούς ύψους 16,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων Καναδά (12,8 δισεκ. δολάρια ΗΠΑ) σε αμερικανικά προϊόντα.
Ο πρωθυπουργός του Καναδά Τζάστιν Τριντό υπογράμμισε, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, ότι οι δασμοί των ΗΠΑ είναι «απολύτως απαράδεκτοι».
Ο Τραμπ απάντησε σε ανακοίνωσή του ότι είχε επισημάνει ξεκάθαρα στον Τριντό πως οι ΗΠΑ θα δεχόντουσαν μόνο «μια δίκαιη συμφωνία», διαφορετικά «δεν θα υπάρξει καμία συμφωνία». «Οι ΗΠΑ έπεφταν θύμα εκμετάλλευσης για πολλές δεκαετίες στον τομέα του εμπορίου. Οι ημέρες αυτές έχουν παρέλθει», τόνισε.
«Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς εμείς, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, μπορούμε να πληγούμε από τους αμερικανικούς δασμούς», αντέδρασε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ.
Η απόφαση αυτή είναι «λάθος» και «παράνομη», δήλωσε από την πλευρά του ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε με τον Αμερικανό ομόλογό του. Επίσης του μετέφερε την πρόθεση της ΕΕ να απαντήσει «με ανάλογο και σθεναρό τρόπο».
«Ο οικονομικός εθνικισμός είναι πόλεμος», υπογράμμισε ο Μακρόν.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ εξέφρασε την ανησυχία της «για την κλιμάκωση που θα βλάψει όλο τον κόσμο».
«Οι ΗΠΑ δεν μας αφήνουν άλλη επιλογή από το να προσφύγουμε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και να επιβάλλουμε επιπλέον δασμούς στα προϊόντα που εισάγονται από τις ΗΠΑ», προειδοποίησε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν- Κλοντ Γιούνκερ.
«Είχαμε συζητήσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και παρόλο που σημειώθηκαν πρόοδοι, δεν έφτασαν στο σημείο που θα δικαιολογούσε την παράταση της προσωρινής εξαίρεσης ή την απόφαση για μόνιμη εξαίρεση», δικαιολογήθηκε ο Αμερικανός υπουργός Εμπορίου Ουίλμπουρ Ρος.
«Συναντήθηκα σήμερα το πρωί με τον Ουίλμπουρ Ρος και του δήλωσα ξεκάθαρα ότι οι χώρες της ΕΕ δεν θα δεχθούν ποτέ να διαπραγματευθούν υπό πίεση», επεσήμανε ο Λεμέρ.
Από το Βερολίνο η γερμανική κυβέρνηση προειδοποίησε ότι η απάντηση στο «Πρώτα η Αμερική» θα είναι «Η Ευρώπη ενωμένη».
Ωστόσο ο Ρος διαβεβαίωσε μιλώντας στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CNBC ότι οποιαδήποτε αντίμετρα επιβληθούν από την Ευρώπη ή άλλες χώρες είναι απίθανο να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην αμερικανική οικονομία.
Εξήγησε μάλιστα ότι οι εισαγωγές από την ΕΕ είναι περιορισμένες σε σχέση με το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα, το οποίο ανέρχεται σε τουλάχιστον 3 δισεκ. δολάρια.
Το Μεξικό καταδίκασε «έντονα» την αμερικανική απόφαση και ανακοίνωσε «αντίστοιχα μέτρα σε διάφορα προϊόντα», μεταξύ των οποίων φρούτα και τυριά.
Ο Καναδάς που φιλοξενεί ως το Σάββατο τη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών της G7 θα εκμεταλλευθεί την ευκαιρία αυτή για να προσπαθήσει να πείσει την κυβέρνηση Τραμπ να αλλάξει γνώμη.
Η G7 έχει στόχο να διαπραγματευθεί τρόπους «να γίνουν επενδύσεις στην οικονομική ανάπτυξη που ωφελεί όλο τον κόσμο» και «δυστυχώς θα πρέπει να συζητήσουμε για τους δασμούς», σχολίασε ο Μπιλ Μορνό, Καναδός υπουργός Οικονομικών.
Στο Ουίστλερ, ένα θέρετρο για σκι βόρεια του Βανκούβερ όπου πραγματοποιείται η σύνοδος, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν είχε διμερείς συζητήσεις κυρίως με τον Μορνό, αλλά και με τον Γερμανό ομόλογό του Όλαφ Σολτς και τον Ιάπωνα Τάρο Άσο.
Η διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία επίσης συμμετέχει στη σύνοδο, κατήγγειλε «την αμφισβήτηση του τρόπου που λειτουργεί ο κόσμος» εδώ και δεκαετίες στη βάση «της αρχής της εμπιστοσύνης και της συνεργασίας».
«Σε τελική ανάλυση, αν διαταραχθεί το διεθνές εμπόριο, αν το επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των οικονομικών παραγόντων μειωθεί σημαντικά, αυτοί που θα υποφέρουν περισσότερο είναι οι φτωχότεροι», προειδοποίησε. Όπως εξήγησε, οι πιο φτωχοί είναι εκείνοι που αγοράζουν καταναλωτικά είδη σε χαμηλές τιμές.