Γιατί η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης δεν θέλει να φύγει από το ευρώ, αλλά φλερτάρει με το «ατύχημα»
Τις απαντήσεις στα πέντε σημαντικότερα ερωτήματα γύρω από τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία δίνει σε εκτενή ανάλυσή του το πρακτορείο Reuters, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι η Ιταλία δεν θα εγκαταλείψει το ευρώ, χωρίς να αποκλείεται ένα «ατύχημα», και επισημαίνοντας τις διαφορές της ιταλικής υπόθεσης από την περίπτωση της Ελλάδας.
Στην ανάλυσή του, το Reuters αναφέρει τα εξής:
Θα εγκαταλείψει η Ιταλία το ευρώ;
Σίγουρα όχι. Μετά από μία εκλογική διαδικασία χωρίς αποτέλεσμα τον Μάρτιο, ο πρόεδρος αυτήν την εβδομάδα ζήτησε από τον άπειρο πολιτικά Τζουζέπε Κόντε να σχηματίσει κυβέρνηση. Επελέγη από δύο αντισυστημικά, ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, τη Λέγκα, ακροδεξιά και ισχυρή στον βορρά, και τα Πέντε Αστέρια, ισχυρά στον φτωχότερο νότο. Όμως, αν και επικρίνει τις επιπτώσεις του ενιαίου νομίσματος στην οικονομία, το προσχέδιο του κοινού προγράμματος προβλέπει τη διατήρηση του ευρώ.
Τότε γιατί τόση ανησυχία στις χρηματοπιστωτικές αγορές;
Επειδή, αν και λένε ότι θέλουν να κρατήσουν το ευρώ, θέλουν επίσης περισσότερη ευελιξία για να μειώσουν φόρους, να δανείζονται και να ξοδεύουν, παρά το γεγονός ότι η Ιταλία δοκιμάζει τα όρια των κοινοτικών κανονισμών για το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα. Μία ιδέα για την αποπληρωμή κάποιων κυβερνητικών οφειλών με ειδικό νέο χρέος ακούγεται σε πολλούς σαν την επαναφορά της λιρέτας. Η Κομισιόν και ισχυροί εταίροι όπως η Γερμανία και η Γαλλία έχουν σπεύσει να προειδοποιήσουν τη Ρώμη να μην αψηφήσει τους κανόνες, που υποστηρίζουν ότι είναι προς το συμφέρον της Ιταλίας αν πραγματοποιήσει άλλες μεταρρυθμίσεις. Οι προηγούμενες κουβέντες για διαγραφή δανείων και οι κινήσεις για την τοποθέτηση ενός σκληρού επικριτή του ευρώ στο πόστο του υπουργού Οικονομικών έχουν κάνει τους πιστωτές να αμφιβάλλουν για το αν η Ιταλία θα τιμήσει τις δανειακές υποχρεώσεις της. Την Παρασκευή η Ρώμη πλήρωνε έξι φορές περισσότερο ετήσιο επιτόκιο από τη Γερμανία για να δανειστεί για 10 χρόνια – διπλάσια από αυτό που χρειαζόταν πριν από ένα μήνα.
Είναι η Ιταλία η «Νέα Ελλάδα»;
Μαζί με την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο, η Ελλάδα διασώθηκε από τις άλλες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης όταν ουσιαστικά έχασε την πρόσβασή της σε ιδιωτικά δάνεια, καθώς τα χρέη της κατέστησαν μη βιώσιμα. Το 2015 η αριστερή κυβέρνηση της Αθήνας παρ’ ολίγον να οδηγηθεί σε έξοδο από το ευρώ από τα γερμανικά και τα άλλα βορειοευρωπαϊκά γεράκια, αφού απέρριψε τους όρους λιτότητας που απαίτησαν, με αντάλλαγμα δάνεια από τις κυβερνήσεις. Στο τέλος, συμφώνησε και τώρα χρωστά στα άλλα κράτη της Ευρωζώνης περίπου 230 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο ESM διαθέτει περαιτέρω 400 δισεκατομμύρια ευρώ στο αποθεματικό του. Όμως δεν μπορεί να κάνει πολλά για την Ιταλία, της οποίας η οικονομία είναι δεκαπλάσια από της Ελλάδας και της οποίας το χρέος ανέρχεται σε 2,4 τρισεκατομμύρια ευρώ. Με άλλα λόγια, η Ιταλία είναι «too big to fail» - η Ευρωζώνη απλώς δεν μπορεί να διασώσει το τρίτο μεγαλύτερο μέλος της.
Η ΕΕ πίστεψε ότι μία ελληνική χρεοκοπία θα κατέστρεφε την πίστη στο νόμισμά της, αυξάνοντας τα κόστη για τις άλλες κυβερνήσεις. Μία ιταλική χρεοκοπία θα έκανε το ίδιο σε μεγάλη κλίμακα. Όμως μία διάσωση ελληνικού τύπου δεν αποτελεί επιλογή. Την ίδια στιγμή, άλλα κράτη της ΕΕ λένε ότι η οικονομία της Ιταλίας, αν και προβληματική, είναι πολύ ισχυρότερη από της Ελλάδας και έχει πολλά στηρίγματα που της δίνουν πολλές επιλογές ανάκτησης της ανταγωνιστικότητάς της.
Όμως τι θα γίνει αν η Ιταλία δεν μπορεί ή δε θέλει να πληρώσει;
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ορίζει κανόνες βάσει των οποίων η Ιταλία υποτίθεται ότι πρέπει να ακολουθήσει δημοσιονομικές πολιτικές που μπορούν να μειώσουν το χρέος της. Δεν έχει καταφέρει να το κάνει τα τελευταία χρόνια, όμως αν αρχίσει να αφήνει το χρέος να μεγαλώνει, η Κομισιόν θα μπορούσε να την επιπλήξει και να της επιβάλει πρόστιμα. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν ότι τέτοια μέτρα είναι περιορισμένα και ότι οι πιέσεις των αγορών και η εσωτερικές πολιτικές πιέσεις μπορούν να είναι πιο αποτελεσματικές. Όπως έγινε και στην Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να περιορίσει την πρόσβαση των ιταλικών τραπεζών σε ευρώ, αν κρίνει ότι το ιταλικό δημόσιο χρέος που διακρατεί ως μεγάλο μέρος του κεφαλαίου της είναι αμφιβόλου αξίας. Αυτό θα συνέβαινε αν η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ιταλίας έπεφτε κάτω από το investment grade, το οποίο είτε θα καθιστούσε τα ιταλικά ομόλογα μη επιλέξιμα πλέον για collaterals έναντι ρευστότητας από την ΕΚΤ, είτε θα καθιστούσε μία τέτοια χρηματοδότηση πολύ πιο ακριβή για τις ιταλικές τράπεζες. Παρόμοιες συνθήκες ανάγκασαν την Ελλάδα να επιβάλει capital controls το 2015, το πρώτο βήμα για να προκληθεί διαφορά ανάμεσα στα ευρώ που υπάρχουν στην Ελλάδα και εκτός αυτής. Αδυνατώντας να δανειστεί σε ευρώ ή σε άλλα νομίσματα, επειδή οι επενδυτές θα απαιτούσαν τεράστιες αποδόσεις για να ισοσταθμίσουν τους φόβους της μη αποπληρωμής, το ιταλικό κράτος θα μπορούσε να εκδώσει υποκατάστατα χρήματος για να πληρώσει, για παράδειγμα, συντάξεις ή μισθούς στο Δημόσιο. Ένας φαύλος κύκλος χαμένης εμπιστοσύνης θα μπορούσε γρήγορα να φέρει την Ιταλία ουσιαστικά εκτός ευρώ.
Και πόσο πιθανό είναι αυτό;
Μία έξοδος της Ιταλίας από το ευρώ θα επηρέαζε δραματικά, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, όχι μόνο την ιταλική οικονομία, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, δίνοντας σε πολιτικούς, επιχειρήσεις και ψηφοφόρους εντός και εκτός Ιταλίας ένα μεγάλο κίνητρο να την αποφύγουν. Θα ήταν επίσης ένα τεράστιο πολιτικό πλήγμα στο όλο σχέδιο της ΕΕ, αμφισβητώντας πολλά άλλα σχέδια και τη θέση της Ευρώπης στον κόσμο – που είναι και ο λόγος για τον οποίο η Γερμανία, η Γαλλία και άλλοι πλήρωσαν για να σώσουν την Ελλάδα.
Δύο πράγματα προκύπτουν από αυτό: πρώτον, η νέα ιταλική κυβέρνηση αντιμετωπίζει μία ευμετάβλητη εσωτερική πολιτική κατάσταση και πίεση να μην προκαλέσει πανδαιμόνιο – επομένως, μία απότομη μεταβολή από τις τρέχουσες πολιτικές δείχνει απίθανη και πιθανόν να δυσκολευτεί να επιβιώσει ακόμα και χωρίς να ξεκινήσει σε ένα τόσο ριζοσπαστικό μονοπάτι. Και δεύτερον, κάτι που γεννά ελπίδες στους νέους επικεφαλής στη Ρώμη, η υπόλοιπη ΕΕ θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει ένα φιάσκο. Ακόμα και αν ένα ελληνικού τύπου πρόγραμμα μοιάζει εκτός πραγματικότητας, οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το Παρίσι θα καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να πείσουν και να βοηθήσουν τη Ρώμη να παραμείνει στο δρόμο του ευρώ.