Η ανάκαμψη της χώρας σχετίζεται άμεσα με το επίπεδο επενδύσεων, σύμφωνα με μελέτη της PwC
Μεγάλο επενδυτικό κενό στην Ελλάδα διαπιστώνει η PriceWaterhouseCoopers, το οποίο επιδρά αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα και στην ανάπτυξη.
Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα μελέτης της PwC με τίτλο «Από την ύφεση στην ανάκαμψη – Πολιτικές διευκόλυνσης επενδύσεων», από το 2009 έως το 2016 οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα απομακρύνθηκαν από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δημιουργώντας ένα διευρυμένο επενδυτικό κενό συνολικά της τάξης των 450 δισ. ευρώ.
Οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας, για να στηριχθεί πραγματική οικονομική μεγέθυνση 3%-4% ετησίως, εκτιμώνται σε περίπου 210 δισ. ευρώ για την πενταετία 2018-2022. Οι προβλεπόμενες ροές χρηματοδότησης για την ίδια περίοδο περιορίζονται περίπου στα 100 δισ. ευρώ, δημιουργώντας ένα αθροιστικό χρηματοδοτικό κενό της τάξης των 110 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον Κώστα Μητρόπουλο, εντεταλμένο σύμβουλο της PwC Ελλάδας, «η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να παγιδευτεί σε μία περίοδο χαμηλού οικονομικού βεληνεκούς, αν δεν χρηματοδοτηθούν οι επενδυτικές της ανάγκες. Η σταθερή αύξηση της κατανάλωσης μέσα από επενδύσεις με υψηλούς πολλαπλασιαστές αποτελούν μονόδρομο για την αποκατάσταση και τη διατήρηση της ανάπτυξης. Η χώρα υποφέρει τόσο από αστοχίες στους μηχανισμούς χρηματοδότησης, όσο και από την ανυπαρξία ξεκάθαρων και μακρόπνοων πολιτικών που στηρίζουν τις επενδυτικές ροές», όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, η ανάκαμψη της χώρας σχετίζεται άμεσα με το επίπεδο επενδύσεων, οι οποίες μετά το 2009 κατέρρευσαν κατά 67% προκαλώντας τεχνολογική υστέρηση και την κατακρήμνιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Οι μειωμένες εταιρικές επενδύσεις, οι δημοσιονομικές δυσκολίες, οι οποίες περιόρισαν το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων σε συνδυασμό με την, πλέον αδύναμη, αγορά κατοικίας, γεννούν ένα επενδυτικό κενό της τάξης των 10%-12% του ΑΕΠ ετησίως και υπονομεύουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Σύμφωνα με την μελέτη της PwC, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά μίας μη χρηματοδοτούμενης ανάκαμψης: Συστηματική, αρνητική, καθαρή αποταμίευση, περιορισμένη δυνατότητα χρηματοδότησης από τις ελληνικές τράπεζες και διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η ελληνική οικονομία, διαχρονικά, δεν προσελκύει κεφάλαια από το εξωτερικό και βασίζεται κατά 90% σε εγχώριες πηγές χρηματοδότησης των επενδύσεων. Οι αστοχίες των χρηματοδοτικών μηχανισμών που διαθέτει η χώρα έχουν άμεση επίπτωση στη δυνατότητα κινητοποίησης των αναγκαίων κεφαλαίων. Η αρνητική αποταμίευση δεν επιτρέπει την πιστωτική επέκταση. Οι ελληνικές εταιρείες δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρόσβαση σε ίδια κεφάλαια, τα οποία συνήθως αποτελούν προϋπόθεση για «μαλακή» χρηματοδότηση και δανεισμό. Η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς. Επίσης, το κεντρικό έλλειμμα εμπιστοσύνης, σε συνδυασμό με τον εγγενή κίνδυνο της κάθε επένδυσης και το συναλλακτικό κόστος, ξεπερνά γενικά την αναμενόμενη απόδοση της επένδυσης μετά από φόρους και εμποδίζει την εισροή κεφαλαίων για φυσικές επενδύσεις.
Ο Μάριος Ψάλτης, διευθύνων σύμβουλος της PwC Ελλάδας, επισημαίνει ότι «η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα μίας μη χρηματοδοτούμενης ανάκαμψης, εκτός αν κινητοποιηθούν κεφάλαια ύψους 110 δισ. ευρώ μέσα στην ερχόμενη πενταετία. Ένα σταθερό πλαίσιο πολιτικών για την διευκόλυνση επενδύσεων αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Για να αποτελέσουν κινητήριο δύναμη μίας υγιούς και διατηρήσιμης ανάπτυξης οι πολιτικές αυτές, απαιτείται σωστός σχεδιασμός και συνέπεια στην εφαρμογή τους».
Η PwC Ελλάδας προτείνει ένα πλέγμα οκτώ πολιτικών που διευκολύνουν τις επενδύσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν κατ' ελάχιστον:
1) Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην πολιτική διαδικασία και στους θεσμούς.
2) Σταθεροποίηση του φορολογικού συστήματος.
3) Χάραξη και εφαρμογή σταθερής Βιομηχανικής, Τουριστικής και Ενεργειακής Πολιτικής.
4) Αλλαγή της αρχιτεκτονικής του τραπεζικού συστήματος και ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
5) Υλοποίηση επενδύσεων σε μεγάλες υποδομές με ιδιωτική χρηματοδότηση.
6) Αναβίωση της αγοράς κατοικίας με μείωση του αποθέματος των κατοικιών και διευκόλυνση των συναλλαγών.
7) Κινητοποίηση θεσμικών ιδίων κεφαλαίων για τις ΜμΕ.
8) Αύξηση της αποτελεσματικότητας «μαλακής» χρηματοδότησης.