Οι αναλυτές της Barclays εκτιμούν ότι οι καλές μέρες του κρυπτονομίσματος πέρασαν ανεπιστρεπτί
Με μία... μεταδοτική ασθένεια παραλληλίζουν το Bitcoin αναλυτές της τράπεζας Barclays, αναπτύσσοντας ένα μοντέλο εμπνευσμένο από την επιδημιολογία για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι «καλές» εποχές του κρυπτονομίσματος πέρασαν και δεν θα ξανάρθουν.
Σε σημείωμά τους προς τους πελάτες της τράπεζας, οι αναλυτές της Barclays, όπως μεταδίδει το Bloomberg, χωρίζουν τους πιθανούς επενδυτές στον «ιό» του Bitcoin σε τρεις κατηγορίες: ευάλωτους, μολυσμένους και απρόσβλητους. Το μοντέλο τους υποθέτει ότι, καθώς η τιμή του Bitcoin ανεβαίνει, η «επιδημία» εξαπλώνεται από στόμα σε στόμα (κανείς δεν θέλει να μείνει απ’ έξω όταν οι φίλοι και οι συνάδελφοί του πλουτίζουν). Όπως εξηγούν:
«Καθώς όλο και περισσότεροι γίνονται κάτοχοί του, το τμήμα του πληθυσμού που είναι διαθέσιμο για να γίνουν νέοι αγοραστές -οι πιθανοί ‘ξενιστές’- μειώνεται, ενώ το μέρος του πληθυσμού που είναι πιθανοί πωλητές (‘ανανήψαντες’) αυξάνεται. Εν τέλει, αυτό οδηγεί σε ένα ανώτατο σημείο των τιμών, και σταδιακά, καθώς τυχαία απρόσμενα περιστατικά στον μεγαλύτερο πληθυσμό των παρόχων ανεβάζουν το λόγο των πωλητών προς τους αγοραστές, οι τιμές αρχίζουν να πέφτουν. Αυτό προκαλεί κερδοσκοπική πίεση στις πωλήσεις, καθώς οι μειώσεις των τιμών προβάλλονται στο μέλλον εκθετικά».
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις επιδημίες, όταν φτάνουμε στο σημείο όπου ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει αποκτήσει ανοσία και δεν υπάρχουν πλέον «δευτερεύουσες» μολύνσεις.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι κύριες μεταβλητές που καθορίζουν το πότε η άνοδος της τιμής του Bitcoin γυρίζει σε πτώση είναι το μερίδιο του πληθυσμού που γνωρίζει το κρυπτονόμισμα και το μερίδιο του πληθυσμού που είναι πρόθυμο να επενδύσει («ευάλωτο στη μόλυνση»). Τα στοιχεία από έρευνες στις ανεπτυγμένες οικονομίες δείχνουν ότι σχεδόν όλοι γνωρίζουν το Bitcoin, όμως λίγοι είναι οι «ευάλωτοι».
Αν και το κρυπτονόμισμα έχει καταφέρει στο παρελθόν να ανακάμψει από απότομες πτώσεις της τιμής του, αυτή τη φορά φαίνεται πως δεν θα καταφέρει ποτέ να επιστρέψει στα επίπεδα των 20.000 δολαρίων που άγγιξε τον περασμένο Δεκέμβριο, έχοντας τώρα υποχωρήσει στην περιοχή των 6.700 δολαρίων.