Αρνητικές από το 2009 οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου των επιχειρήσεων, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος
Οι ιδιωτικές επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια κατά 50% προκειμένου να αυξηθεί το δυνητικό προϊόν της χώρας, επεσήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στην εκδήλωση του ΙΟΒΕ. «Η Ελλάδα χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όπως εξήγησε ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της κρίσης οι επενδύσεις μειώθηκαν δραματικά.
Για την προσέλκυση επενδύσεων είναι απαραίτητο, όπως υπογράμμισε, να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και οι αποκρατικοποιήσεις, καθώς και η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών ότι η δημοσιονομική και μεταρρυθμιστική πολιτική δεν θα διολισθήσει εκ νέου σε λάθος κατεύθυνση, παρασυρόμενη από πελατειακές πρακτικές και εναγκαλισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από το κράτος.
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν την τελευταία δεκαετία από 22% του ΑΕΠ το 2007, σε 8% του ΑΕΠ το 2017. Εάν αφαιρέσουμε τις αποσβέσεις, οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου των επιχειρήσεων, παραμένουν αρνητικές από το 2009. Συγκεκριμένα, το τρίτο τρίμηνο του 2017, οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου των επιχειρήσεων ανέρχονταν σε περίπου μείον 4,3 δισεκ. ευρώ ή μείον 2,4% του ονομαστικού ΑΕΠ.
Αναφορικά με τις πηγές χρηματοδότησης των επιχειρήσεων ανέφερε ότι, η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών διευκόλυνε την πρόσβαση τους στις διεθνείς αγορές, με τις εκδόσεις ομολόγων το 2017 να ανέρχονται σε 1,1 δισεκ. ευρώ, σχετικά πιο υποτονικές, σε σύγκριση με τα περίπου 6,3 δισεκ. ευρώ την περίοδο 2012-2014.
Πρόσθεσε δε ότι, η βελτίωση της εμπιστοσύνης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων αναμένεται να ενισχύσουν περαιτέρω τον τραπεζικό δανεισμό.
Αναφερομενος στο τραπεζικό σύστημα και ειδικότερα στο πρόβλημα των κόκκινων δανείων ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε ότι βρίσκεται σε σαφώς πιο εύρωστη θέση σε σύγκριση με την αρχή της κρίσης, καθώς οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Παράλληλα διαφαίνεται ότι οι προσπάθειες για την μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων φαίνεται ότι άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς παρατηρείται συνεχής μείωση του αποθέματος σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους.
Ήδη κατά τη διάρκεια του 2017 το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών μειώθηκε κατά περίπου 11 δισεκ. ευρώ. Παρ' όλα αυτά, το συσσωρευμένο υπόλοιπο παραμένει υψηλό (περίπου 95 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2017).