Αν παρακολουθεί κάποιος τις εφημερίδες στην Ελλάδα, έχει την εντύπωση ότι η χώρα συνοδεύεται από σοβαρά προβλήματα σε επίπεδο οικονομίας, παρά το ότι το διεθνές περιβάλλον βελτιώνεται. Πράγματι, η Ελληνική οικονομία είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση, καθώς η ανεργία είναι σε δυσθεώρητα ύψη και οι πολυπόθητες διεθνείς επενδύσεις δεν έχουν φανεί. Όμως σε επίπεδο χρηματιστηριακών προοπτικών υπάρχουν ενδείξεις ότι κάτι βελτιώνεται. Δύο είναι οι κύριοι παράγοντες, οι ξένες πολιτικές εξελίξεις και τα εγχώρια δεδομένα ρευστότητας.
Στο παρελθόν η Ελληνική οικονομία υπέφερε από το ανάλγητο πρόγραμμα λιτότητας που επέβαλλαν χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, κυρίως οι υπερσυντηρητικοί κύκλοι της Γερμανικής οικονομικής και πολιτικής σκηνής. Το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα στην Γερμανία αποδυναμώνει αυτούς τους κύκλους, που εκφράζονταν κυρίως στο κόμμα των ‘Ελευθέρων Δημοκρατών’, τον εταίρο της Μέρκελ που έμεινε εκτός βουλής. Η δημιουργία ευρύτερου συνασπισμού στην χώρα εκείνη απαιτεί συμβιβασμούς που επιτρέπουν μία πολιτική λιγότερο αυστηρής λιτότητας για όλη της Ευρώπη και την Ελλάδα. Αυτό βοηθάει το χρηματιστηριακό κλίμα μέχρι το τέλος του έτους που διανύουμε. Από τη άλλη, και κάποιες θετικές εγχώριες εξελίξεις σε επίπεδο αποπληρωμής κρατικών υποχρεώσεων. Ενω το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων δεν έχει αποδώσει ως τώρα σημαντικούς καρπούς, η έντονη φοροεισπρακτική πολιτική οδήγησε σε αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Το πρωτογενές πλεόνασμα θα επιτρέψει, πιθανότατα σε διάστημα ολίγων μηνών, τον δανεισμό της χώρας από τις αγορές για την χρηματοδότηση βραχυπρόθεσμων αναγκών. Αν και τα ποσά που αντλούνται για βραχυπρόθεσμο δανεισμό είναι μικρό κομμάτι του χρέους, η δυνατότητα της χώρας να δανειστεί, επιτρέπει αποκλιμάκωση βραχυπρόθεσμων επιτοκίων. Η πτώση των επιτοκίων, επιτρέπει άνοδο χρηματιστηριακών αξιών, ιδιαίτερα των τραπεζών που πιθανότατα θα είναι στο επόμενο διάστημα ο κλάδος με την καλύτερη απόδοση. Η δυνατότητα ανόδου τιμών των τραπεζικών αξιών έχει όρια, λόγω warrants, αλλά τα όρια αυτά είναι σημαντικά υψηλότερα από τις σημερινές τιμές. Δεδομένης της βαρύτητας των Τραπεζών στον δείκτη, του κλειδώματος κέρδους και της μετακύλισης τοποθετήσεων που πάντα υπάρχει στην αγορά, οι εξελίξεις αυτές καθίστανται σημαντικές για τον Γενικό Δείκτη και το Χρηματιστήριο της Αθηνας στο σύνολό του. Στα πλαίσια αυτά δεν είναι καθόλου σύμπτωση ότι πρόσφατα η Εθνική Τράπεζα ξαναπήρε την πρωτιά σε κεφαλαιοποίηση στο ΧΑ. Στην ενδυνάμωση του ρόλου των Τραπεζών στην Ελλάδα η αποκλιμάκωση των ευρυτερων φόβων χρεοκοπίας κρατών στην ΕΕ και παγκοσμίως. Οι ξένες, οικονομίες ενδυναμώνουν ρυθμούς ανάπτυξης, και εφόσον επέλθει αμεσα συμβιβασμός στις ΗΠΑ για το δημόσιο χρέος δεν διαφαίνεται κάποιος παράγοντας που να πιέσει τις ξένες αγορές σε πτωτική κατευθυνση. Αντίθετα, στην λιγότερο πιθανή περίπτωση που υπάρξει αδιέξοδο για το δημόσιο χρέος στις ΗΠΑ σε διάστημα πέραν των 3 εβδομάδων θα οδηγούσε σε επιστροφή της παγκόσμιας οικονομίας σε ύφεση και σε υποχώρηση των κεφαλαιαγορών κατά 10% περίπου ή και περισσότερο, που πιθανώς θα οδηγήσουν το ΧΑ σε νέα χαμηλά.
Επιγραμματικά, εκτός απροοπτου στις ΗΠΑ, διαφαίνεται δυνατότητα βελτίωσης του χρηματιστηριακού κλίματος στα ξένα χρηματιστηρια και το Ελληνικό μεχρι τις αρχές του επόμενου έτους, με πιθανώς μεγάλο ωφελημένο τις Τραπεζικές μετοχές.
* Ο Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία
(Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.)