Ένα δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Die Welt ήρθε να ταράξει τα νερά των τραπεζικών αγορών. Το συγκεκριμένο άρθρο αναφερόταν στο ενδεχόμενο αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων τραπεζών του ευρωπαϊκού Νότου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το ενδεχόμενο μιας τέτοιας κίνησης εντάσσεται, σύμφωνα με τον καθηγητή χρηματοοικονομικών του Παντείου, Κωνσταντίνο Μελά, στο πλαίσιο δυνατοτήτων της ΕΚΤ να κάνει μη συμβατικές πράξεις νομισματικής πολιτικής, που δεν απορρέουν από το καταστατικό της, όπως το να αγοράζει καλυμμένες εταιρικές ομολογίες από τις τράπεζες, ενώ επισημαίνει πως δεν υπάρχει κανένα κόλλημα προς αυτή την κατεύθυνση. “Η Ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ έχει αγοράσει ανάλογες υποχρεώσεις, δίνοντας πάνω 10 τρισ. δολάρια από το 2007 έως και το 2013 σωρευτικά σε αγοραπωλησίες, και πάνω από 30 τρισ. σε χρεόγραφα, ομόλογα δάνεια κλπ”. Από την πλευρά του, ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Γιάννης Τσαμουργκέλης, διαψεύδει την οποιαδήποτε δυνατότητα αγοράς των κακών δανείων από την ΕΚΤ, εξηγώντας, ότι - με βάση το καταστατικό της - κάτι τέτοιο απαγορεύεται.
Το βασικότερο κίνητρο για την ΕΚΤ, όπως σημειώνει ο κύριος Μελάς, είναι να δώσει ρευστότητα – η πιο απλή απάντηση – και να αυξήσει τη φερεγγυότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος των χωρών του Νότου. “Θέλει να σταθεροποιήσει το σύστημα. Xρειάζεται η συνεχής εισροή κεφαλαίων για να σταθεροποιηθεί στο 9% ο δείκτης φερεγγυότητας. Αρκεί να σημειώσουμε ότι το 25% των δανείων στην Ελλάδα - με καθυστέρηση 3 μηνών και άνω - δεν εξυπηρετείται.
“Το τραπεζικό σύστημα θα ενισχυθεί, σε μία χρονική περίοδο, που είναι απαραίτητο να δραστηριοποιηθεί ο δίαυλος άσκησης της νομισματικής πολιτικής μέσω των τραπεζών. Μέχρι τώρα, η ΕΚΤ κάνει ενέσεις ρευστότητας, οι οποίες παρακρατούνται από το τραπεζικό σύστημα και δεν διοχετεύονται στην πραγματική οικονομία, ενώ υπάρχει ζήτηση δανείων - από ιδιώτες και επιχειρήσεις -, που δεν πληρούν τα πιστοληπτικά κριτήρια των τραπεζών, κάτι που υποδηλώνει την έλλειψη ανάπτυξης”, συμπληρώνει ο κύριος Μελάς.
Τα σενάρια σε περίπτωση εξαγοράς των δανείων
“Μέχρι τώρα, η ΕΚΤ έλεγε ότι θα πάρει δάνεια υψηλής πιστοληπτικής δυνατότητας, τα οποία εμπεριέχουν υποθήκες. Είτε θα συνεχίσει να τα κρατάει και να εξυπηρετούνται, είτε θα τα πουλήσει σε ειδικά funds, τα οποία θα αναλάβουν την εξυπηρέτησή τους”. Επισημαίνει, μάλιστα, ότι είναι ορατό το ενδεχόμενο να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση αυτών των δανείων και να διαγραφούν ως ανεπιδέκτως εισπρακτέα ή να γίνει αναμόρφωση των επιτοκίων τους. “Όπως και να το δούμε, πρόκειται για μία θετική ενέργεια για την οικονομία, όχι όμως απαραίτητα και για τους δανειολήπτες. Μπορεί να υπάρξει κάποια αναδιάρθρωση, η οποία θα τους διευκολύνει, αλλά πάντα θα βαρύνονται από μία υποχρέωση”, λέει ο κύριος Μελάς.
"Η ρευστότητα ακολουθεί την ανάπτυξη"
Όπως εξηγεί, η ζήτηση δανείων είναι ασθενής από ιδιώτες και επιχειρήσεις, γιατί δεν υπάρχει αύξηση του ΑΕΠ. “Ως εκ τούτου, η αύξηση του ΑΕΠ δεν μπορεί να προέλθει μόνο από την αύξηση της ρευστότητας. Η αύξηση της ρευστότητας έπεται της ανάπτυξης. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα τα χρήματα αυτά να οδηγηθούν πάλι στις τράπεζες και να μην πάνε στην ενίσχυση της ρευστότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Έτσι οι τράπεζες θα πάνε να αγοράσουν πάλι ομόλογα με μεγαλύτερες αποδόσεις από τις χώρες – μέλη που ανήκουν, με αποτέλεσμα να έχουμε μία έμμεση αγορά κρατικών ομολόγων από το τραπεζικό σύστημα, κάτι το οποίο θα σημάνει την αγορά κρατικού χρέους και πτώση στις αποδόσεις των ομολόγων”.
Τονίζει τη σημασία που έχει, να δοθεί το πράσινο φως στο τραπεζικό σύστημα για να μπορεί να δανείζει τους υγιείς ιδιώτες και τις υγιείς επιχειρήσεις κάτ,ι που με μειωμένο ΑΕΠ δεν μπορεί να συμβεί. “Πρέπει να αποδείξω ότι η επένδυση έρχεται να αποδώσει για να υπάρξει και η ρευστότητα από μία τράπεζα. Και να υπήρχε ρευστότητα όμως, με το περιβάλλον που υπάρχει στην Ελλάδα δεν θα δινόταν”, αναφέρει.
Στις θετικές συνέπειες μίας τέτοιας κίνησης στέκεται και ο καθηγητής Οικονομικών του Δημοκριτείου, Διονύσης Χιόνης.
“Εφόσον η ΕΚΤ εμμένει σε μία συνεπή νομισματική πολιτική, πρέπει να προκαλέσει χαλάρωση της ρευστότητας και μείωση του συστημικού ρίσκου σε ό, τι αφορά το τραπεζικό σύστημα και τα κράτη”.
Όπως υποστηρίζει, μία τέτοια κίνηση δεν θα προκαλέσει πλήγμα αξιοπιστίας και αύξηση του πληθωρισμού – όπως φοβούνται διάφορες πλευρές – και τονίζει ότι τα οφέλη της ρευστότητας είναι πολλά και σημαντικά. “Θα έρθουν λύσεις στον τομέα της ανάπτυξης στο βαθμό, που τα προβλήματα ρευστότητας επιλυθούν”.
Όπως εξηγεί, μία τέτοια απόφαση αποτελεί υπέρβαση στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, η οποία μέχρι σήμερα πρόσφερε ρευστότητα, χωρίς αυτή να μεταφέρεται στην πραγματική οικονομία. “Είναι μία κίνηση στο πλαίσιο των έμμεσων μέτρων για τη στήριξη ρευστότητας των οικονομιών".
Καταλήγει, συμπληρώνοντας ότι οι τράπεζες έχουν συμφέρον να χρηματοδοτήσουν την οικονομία, κάτι που αναμένεται να συμβεί μετά από μία τέτοια κίνηση της ΕΚΤ και αποτελούσε πάγιο αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου.