Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν πληθύνει τα ερωτήματα και ο δημόσιος διάλογος εμπλουτίζεται περισσότερο με ανάπαντητα ερωτήματα παρά με απαντήσεις. To ερώτημα που προκύπτει από τις αναφορές του ΔΝΤ για το ελληνικό πρόγραμμα δεν είναι η παραδοχή του λάθους σχετικά με τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή το ερώτημα είναι για ποιο λόγο μας πήρε τρία χρόνια να καταλάβουμε κάτι που όλοι σιγοψιθυρίζαμε. Βέβαια τότε προσέκρουε στο παπικό αλάθητο των πεφωτισμένων οικονομικών πρακτικών οι οποίες αν και απείχαν από την πραγματικότητα είχαν πάρα πολύ ισχυρή υποστήριξη.
Χρειάστηκε να επαναλάβει αυτό το ερώτημα ο καθηγητής του ΜΙΤ και διευθυντής μελετών του ΔΝΤ O. Blanchard έτσι ώστε να αρχίσουμε να διερωτόμαστε για ποιο λόγο η πολιτική σταθεροποίησης στην ελληνική οικονομία βρίσκεται τόσο απομακρυσμένη από οποιαδήποτε ορθή οικονομική πρακτική;
Όταν για παράδειγμα η ύφεση κατά το 2010 και το 2011 ξεπέρασε την οποιαδήποτε απαισιόδοξη πρόβλεψη για ποιο λόγο συνεχίζαμε την ίδια πολιτική ακυρώνοντας στην πράξη την οποιαδήποτε αναπτυξιακή συζήτηση και πρακτική. Ποιος δεν θυμάται ότι η αναπτυξιακή αντιπρόταση στην ύφεση ήταν η απελευθέρωση των επαγγελμάτων; Με άλλα λόγια η αύξηση της ανεργίας από το 10% το 2009 στο 25% το 2012 θα αντισταθμιζόταν από το άνοιγμα του επαγγέλματος των κομμωτών και των φαρμακοποιών. Ή ακόμα το άλλο φοβερό επιχείρημα ότι οι ιδιωτικοποιήσεις και οι επενδύσεις των σείχηδων θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την συρρίκνωση του ελληνικού παραγωγικού συστήματος. Όλα αυτά παιδαριώδη επιχειρήματα πρέπει να αναθεωρηθούν και να μας δοθεί η δυνατότητα να συζητήσουμε σοβαρά για την ανάπτυξη.
Καλώς ή κακώς το ΑΕΠ στην Ελλάδα παράγεται από συγκεκριμένους τομείς και κλάδους. Απ αυτούς τους κλάδους ορισμένοι έχουν πολύ μεγάλα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία. Αυτούς τους τομείς πρέπει να ανακαλύψουμε και να πριμοδοτήσουμε με οικονομικά και θεσμικά κίνητρα. Οσο και να μας ενοχλεί η παραγωγική δραστηριότητα των ορυχείων και των μεταλλείων αυτή έχει πολλαπλασιαστή 4! Δηλαδή ένα ευρώ επένδυσης παράγει 4 στην οικονομία. Θα μπορούσαμε να βρούμε και άλλα τέτοια παραδείγματα αρκεί να προκληθεί ένας ουσιαστικό και αναπτυξιακός δημόσιος διάλογος. Είναι μεγάλη ευκαιρία τώρα που διαπραγματευόμαστε τα κονδύλια της νέας προγραμματικής περιόδου 2014-2020 με την Ε.Ε. να δημιουργήσουμε ένα νέο ξεκίνημα. Ανεξάρτητα αν το συνολικό κονδύλι που θα δοθεί θα είναι 12 δις (η πρόταση της Commission) ή 16-18 δις (που διεκδικούμε εμείς) σημασία έχει η διάρθρωση αυτών των κονδυλίων και η κατεύθυνσή τους στην παραγωγική δραστηριότητα. Είναι σημαντικό τα κονδύλια αυτά να μην κατευθυνθούν σε μελέτες για την ισότητα των δύο φίλων και την κατάρτιση αλιέων στονΟλυμπο αλλά στην παραγωγή. Αρκεί να δεί κανείς την σύνθεση της προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία τα τελευταία δέκα χρόνια. Αμέσως θα αντιληφθεί ότι οι τομείς που μπορούν να συμβάλλουν άμεσα στην αύξηση του ΑΕΠ είναι η μεταποίηση, η αγορά κατοικίας, η αγροτική παραγωγή και η μεταποίηση των γεωργικών προϊόντων και ο τουρισμός, o χρηματοπιστωτικός τομέας και το εμπόριο. Όπως επίσης αμέσως μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις που έρχονται στην ελληνική οικονομία είναι διαχρονικά ελάχιστες. Επομένως η κρίση θα τελειώσει αν ενεργοποιηθεί η εγχώρια μικρομεσαία επιχειρηματική δραστηριότητα στους προηγούμενους τομείς. Θα μπορούσαν βέβαια να αντιταχθούν τα γνωστά επιχειρήματα περί του παραγωγικού μετασχηματισμού της Χώρας, της πράσινης ανάπτυξης, της τεχνολογικής επανάστασης κ.λ.π. Το μεγάλο μειονέκτημα με αυτή την συζήτηση είναι ότι χρειάζεται πολύ χρόνος που δεν τον έχει η ελληνική οικονομία.
*Ο Διονύσης Χιόνης είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης