Την άποψη ότι οι παρεμβάσεις που έγιναν στο δημόσιο χρέος διασφαλίζουν "τεράστια" ποσά πόρων που μπορούν πλέον να δοθούν στην ανάπτυξη, διατυπώνει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), σε έγγραφό του που διαβιβάστηκε στη Βουλή. Το έγγραφο αναφέρεται στο ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους και διαβιβάστηκε στη Βουλή.
Το προφίλ του Χρέους
Ως προς το ζήτημα της βιωσιμότητας, ο ΟΔΔΗΧ σπεύδει να παρατηρήσει ότι "δεν εξαρτάται μόνο από τον λόγο του μεγέθους χρέους προς το εθνικό προϊόν, αλλά και από άλλες παραμέτρους, όπως η μέση ωριμότητα- ληκτότητα του χρέους, η ύπαρξη και η συχνότητα χρεολυσίων, η απαίτηση του δανειστή και ο τρόπος που αυτή οργανώνεται νομικά κλπ".
Αναφέρει επίσης ότι "ο όρος βιωσιμότητα δεν είναι αντικειμενικός όρος, αλλά έχει διαφορετική ερμηνεία πχ για το ΔΝΤ, για τον επενδυτή ή για τον οφειλέτη. Για παράδειγμα, το συνολικό ποσό μιας μεγάλης οφειλής, η οποία δεν είναι απαιτητή για 50 χρόνια και δεν φέρει τόκους ή χρεολύσια, διαμορφώνει ίσως ένα πολύ "υψηλό" Debt/GDP ratio, αλλά είναι άνευ σημασίας για τη βιωσιμότητα του χρέους σε χρονικό ορίζοντα δέκα ετών. Ένα άλλο παράδειγμα που ο δείκτης δεν είναι "ακριβής" είναι το χρέος πχ της Ιαπωνίας ή της Ιταλίας, όπου παρουσιάζονται ιδιαίτερα υψηλοί δείκτες Debt/GDP, αλλά το χρέος θεωρείται σε μεγάλο βαθμό "εσωτερικό"".
Στην πραγματικότητα, το κρίσιμο μέγεθος για να αποφανθεί κάποιος αν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο ή όχι είναι η δυνατότητα του οφειλέτη να εξυπηρετεί εμπρόθεσμα και ομαλά τις υποχρεώσεις του (στις οποίες συνήθως περιλαμβάνονται χρεολύσια και τόκοι), αναφέρει ο ΟΔΔΗΧ, παρατηρώντας ότι "σε ένα σύνηθες χρονοδιάγραμμα λήξεων χρέους, με μεσοσταθμική φυσική διάρκεια 5- 7 χρόνια (όπως ήταν το ελληνικό πριν το PSI και όπως είναι ακόμη το γαλλικό και το γερμανικό, αλλά και αυτά των περισσότερων χωρών), με χρεολύσια που δημιουργούν απαιτήσεις για πληρωμές πέραν των τόκων, και όπου οι δανειστές είναι πρωτίστως ιδιώτες με ομοιόμορφη νομική προστασία και την οποίαν είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της οφειλής, πράγματι ο δείκτης Debt/GDP είναι αυτός που προσδιορίζει καθοριστικά τη δυνατότητα του οφειλέτη να εξυπηρετεί εμπρόθεσμα και ομαλά τις υποχρεώσεις του".
Βελτιώθηκαν οι παράμετροι του xρέους
Όπως ωστόσο σπεύδει να υπογραμμίσει ο ΟΔΔΗΧ, στην περίπτωση της Ελλάδας, οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει στο δημόσιο χρέος της χώρας από το 2012 και εφεξής, είχαν σαν αποτέλεσμα να βελτιώσουν σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα της χώρας να μπορεί να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της. Η ικανότητα αυτή προκύπτει από τη μεγάλη βελτίωση των βασικών παραμέτρων του χρέους που είναι:
- Η μείωση του ονομαστικού ύψους του χρέους, από 365 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2011, σε 321 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2013.
- Η μείωση του μέσου σταθμικού κόστους εξυπηρέτησης, από 4,75% που ήταν το Δεκέμβριο του 2011, σε λίγο πάνω του 2% σήμερα.
- Η αύξηση της μέσης σταθμικής φυσικής διάρκειάς του, από περίπου 6,6 έτη που ήταν, σε 16,02 έτη.
- Η πτώση του ποσοστού αναχρηματοδότησης σε βάθος πενταετίας, που από 51,4% τον Δεκέμβριο του 2011, μειώθηκε σε 23,75% τον Δεκέμβριο του 2013.
- Η μεγάλη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσω της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, ώστε να σταματήσει να δημιουργείται νέο χρέος.
- Η αλλαγή στο προφίλ του δημόσιου χρέους της χώρας μας αναφορικά με τους κατόχους- πιστωτές της, αλλά και ως προς την εμπορευσιμότητά του, γεγονός που επηρεάζει τη μεταβλητότητα του χρέους ως προς τις κινήσεις της αγοράς. Συγκεκριμένα, στο τέλος του 2010, το 86% του χρέους διακρατούνταν από ιδιώτες πιστωτές και ήταν εμπορεύσιμο χρέος, με το 14% να διακρατείται από τον λεγόμενο "επίσημο τομέα" και ήταν μη εμπορεύσιμο, ενώ στο τέλος του 2013, αυτή η σχέση ανεστράφη, με το 85% του χρέους να διακρατείται πλέον από τους "επίσημους" πιστωτές και το 15% από ιδιώτες.