Τη στιγμή, που η χώρα μας ετοιμάζεται για την έξοδο στις αγορές και ενόψει της έκδοσης του νέου πενταετούς ομολόγου, τέσσερα χρόνια μετά τον αποκλεισμό μας από αυτές, οι επιφυλάξεις για τη συνέχεια είναι υπαρκτές.
Δύο οικονομολόγοι, ο επίκουρος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Γιάννης Τσαμουργέλης και ο καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο, Διονύσης Χιόνης, δεν παραγνωρίζουν τις πιθανές θετικές προεκτάσεις, αντιμετωπίζοντας, όμως, με εγκράτεια τη συγκεκριμένη διαδικασία.
Ο κύριος Τσαμουργκέλης αναφέρει ότι δεν παύει να είναι ένα θετικό γεγονός. Τονίζει, όμως, ότι θα πρέπει να ενταχθεί σε μία μακροχρόνια στρατηγική διαχείριση του χρέους, ώστε να αποτελέσει ένα γεγονός, το οποίο θα οδηγήσει στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων, η οποία θα φέρει την αναχρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας με ευνοϊκούς όρους.
Σχολιάζοντας τη διαδικασία εξόδου, ο επίκουρος καθηγητής αναφέρει ότι αποτελεί φυσικό επακόλουθο της πολύ μακράς ύφεσης στη χώρα μας, η οποία είχε ιδιαίτερα σημαντικό οικονομικό και παράλληλα κοινωνικό κόστος.
“Για να μεταφραστεί η συγκεκριμένη κίνηση σε όφελος για την πραγματική οικονομία, θα πρέπει να ζητήσουμε ισότιμη πρόσβαση στις αγορές, για να σημάνει την ουσιαστική οικονομική ανάκαμψη, με πρόσβαση των επιχειρήσεων στην εγχώρια και διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά”.
“Η διαχείριση, που γίνεται από την κυβέρνηση μέχρι στιγμής, επιβραδύνει την ανάκαμψη, τη ρευστότητα, τη διαδικασία μείωσης των επιτοκίων και παρεμποδίζει την προσβασιμότητα επιχειρήσεων σε δάνεια. Η φορολογική πολιτική δεν φέρνει μέχρι στιγμής τίποτε άλλο, εκτός από τη φορολόγηση των μισθωτών, οριζόντια και διαρθρωτικά μέτρα, που ανακυκλώνονται στα ίδια ζητήματα”.
Σε κάθε περίπτωση, ο κύριος Τσαμουργέλης επισημαίνει ότι η επόμενη έκδοση ομολόγων θα πρέπει να γίνει με το μικρότερο δυνατό επιτόκιο, αλλιώς “έχουμε χάσει”.
Στέκεται, τέλος, στο γεγονός ότι, για να μετρήσει στην πραγματική οικονομία η έξοδος στις αγορές, πρέπει να μετατραπεί σε θετικό οικονομικό γεγονός με προεκτάσεις στην πραγματική οικονομία, εξασφαλίζοντας φθηνότερη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και δημόσιες επενδύσεις. Τονίζει, μάλιστα, ότι ο επόμενος ένας χρόνος δεν αναμένεται να φέρει για την Ελλάδα κάτι περισσότερο από διατήρηση της ύφεσης με μηδενικό ποσοστό ανάπτυξης.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Οικονομικών, Διονύσης Χιόνης, εμφανίζεται κι εκείνος αρκετά συγκρατημένος, σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη κίνηση. Τη χαρακτηρίζει συμβολικού χαρακτήρα, ενώ - όπως λέει - αναμένεται να αποτελέσει το “τροχιοδεικτικό βλήμα”.
Κάνει λόγο για το κλείσιμο του κύκλου της δημοσιονομικής σταθεροποίησης και είσοδο στο νέο κύκλο της ανάπτυξης, με αμφίβολο το αν θα καταφέρουμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του δεύτερου.
“Κύριος στόχος είναι να χαλαρώσει η ρευστότητα στην ελληνική οικονομία και να ανοίξουν οι διεθνείς κεφαλαιαγορές. Ο τρόπος υποδοχής του εγχειρήματος και τα επιτόκια, που θα εξασφαλίσει η χώρα μας, θα είναι ενδεικτικές για την περαιτέρω είσοδο των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές", λέει ο κύριος Χιόνης.
Εξηγεί ότι, αν η χώρα μας πετύχει επιτόκιο 8% στην έκδοση ομολόγων, οι επιχειρήσεις ξεκινούν το δανεισμό τους από το '8+ ', ενώ αν πετύχει 4%, είναι υπαρκτό το περιθώριο ανάπτυξης. Αν επικρατήσει το πρώτο σενάριο, σύμφωνα με τον καθηγητή, ο ιδιωτικός τομέας θα αναγκαστεί να εκδώσει ομόλογα.
“Πρέπει να δούμε ποια είναι η αποδοχή του εγχειρήματος από το κεντρικό ομόλογο και πώς θα βγουν οι επιχειρήσεις στις αγορές. Στην κατάσταση, που βρίσκονται οι τράπεζες, πάντως, δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις μεγάλες επιχειρήσεις, παρά μόνο από ομολογιακές εκδόσεις”.
Σε αντίθεση με την εξαμηνιαία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία δείχνει ανάπτυξη της τάξεως του 0,6% για το 2014, ο κύριος Χιόνης εκτιμά ότι η ανάπτυξη για φέτος θα κλείσει στο 0%.
[email protected]