Ο δείκτης Gold Fix, το ορόσημο που χρησιμοποιούν οι κεντρικές τράπεζες, οι χρυσοχόοι και τα χρυσωρυχεία για να υπολογίζουν την αξία του χρυσού, είναι πιθανό να χειραγωγείται εδώ και μία δεκαετία από τις τράπεζες που τον καθορίζουν, σύμφωνα με το προσχέδιο μίας έρευνας που υπογράφουν μία καθηγήτρια του Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και ο διευθυντής της υπηρεσίας επενδυτών του οίκου Moody's.
Όπως επισημαίνουν οι δύο ερευνητές, στις 3 το μεσημέρι (ώρα Λονδίνου) που αποφασίζεται για δεύτερη φορά μέσα στη μέρα ο δείκτης Gold Fix (η πρώτη είναι στις 10.30 το πρωί) παρατηρούνται κάποιες ασυνήθιστες ακολουθίες που αποτελούν ένδειξη χειραγώγησης του δείκτη και θα πρέπει να ερευνηθούν, καθώς είναι ορατό το ενδεχόμενο να λαμβάνει χώρα κάποια μορφή “συνεργασίας” ανάμεσα στους συμμετέχοντες στον καθορισμό του δείκτη.
Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του το Bloomberg, η έρευνα αυτή είναι η πρώτη που αναδεικνύει την πιθανότητα οι πέντε τράπεζες που επιβλέπουν τη διαδικασία αυτή (Barclays, Deutsche Bank, Bank of Nova Scotia, HSBC Holdings και Societe Generale) να λειτουργούν συλλογικά για να χειραγωγήσουν τον δείκτη.
Πρόκειται για μία διαδικασία η οποία χρονολογείται από το 1919. Οι πέντε συμμετέχουσες τράπεζες δηλώνουν πόσες ράβδους χρυσού θέλουν να αγοράσουν ή να πουλήσουν στην τρέχουσα τιμή, με βάση τις παραγγελίες των πελατών τους και των ιδίων. Η τιμή αυξομειώνεται μέχρι οι ποσότητες αγοράς και πώλησης να απέχουν λιγότερο από 50 ράβδους, ή περίπου 620 κιλά, οπότε και ο δείκτης “κλειδώνει”.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη μελέτη, από το 2004 ως το 2013 έχουν εντοπιστεί περιπτώσεις κατά τις οποίες υπήρξε μεγάλη μετακίνηση της τιμής του δείκτη, πάντα στις συνεδριάσεις του μεσημεριού και ποτέ στις πρωινές, συνήθως προς τα κάτω, ενώ ειδικά το 2010 το 92% των μεγάλων μεταβολών ήταν προς τα κάτω.
“Αυτή είναι η πρώτη προσπάθεια αποκάλυψης πιθανής χειραγώγησης, και τα αποτελέσματα είναι ανησυχητικά”, δηλώνει η καθηγήτρια Ρόζα Αμπράντες-Μετς στο Bloomberg, και σημειώνει: “Εναπόκειται στους ρυθμιστές να κρίνουν γιατί υπάρχουν τόσο ξεκάθαρες ακολουθίες, αλλά οι τράπεζες έχουν τα μέσα, το κίνητρο και την ευκαιρία να χειραγωγήσουν τον δείκτη. Τα αποτελέσματα είναι συνεπή με την πιθανότητα της συμπαιγνίας”.