"Οι ελληνικές μετοχές έχουν την καλύτερη απόδοση σχεδόν σε όλο τον κόσμο, καθώς η εξαετής ύφεση της ελληνικής οικονομίας αποκλιμακώνεται και νέοι επενδυτές εξετάζουν την αγορά τους", αναφέρει δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg.
Από τις 5 Ιουνίου 2012 - δύο εβδομάδες πριν γνωστοποιήσει η MSCI την πρόθεσή της να ανακατατάξει την Ελλάδα ως αναδυόμενη αγορά - ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έχει αυξηθεί κατά 146%, περιορίζοντας στο 79% το ποσοστό της υποχώρησής του, σε σχέση με το υψηλό επίπεδο του 2007, τονίζει το δημοσίευμα. Η άνοδος είναι η μεγαλύτερη σε σχέση με τους άλλους 94 εθνικούς χρηματιστηριακούς δείκτες, με εξαίρεση αυτόν της Βενεζουέλας, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg. Οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου έχουν υποχωρήσει στο 8,31% από το υψηλό 33,7% τον Μάρτιο του 2012.
Οι αμερικανικές επενδυτικές εταιρείες Paulson & Co και JPMorgan Chase & Co αγοράζουν ελληνικές μετοχές, καθώς άλλα επενδυτικά κεφάλαια που τοποθετούνται σε αναδυόμενες αγορές - μεταξύ των οποίων το Renaissance Capital Holdings και το Templeton Emerging Markets Group - έχουν εκφράσει το ενδιαφέρον τους. O Φραντσέσκο Κόντε της JPMorgan, ο οποίος είχε πουλήσει τις ελληνικές μετοχές πριν από τρία χρόνια καθώς το δημοσιονομικό έλλειμμα εκτοξευόταν, αγόρασε μετοχές μετά τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση κρατικού χρέους που έγινε στον κόσμο, αναφέρει το δημοσίευμα.
"Οι προοπτικές για τη χώρα έχουν αλλάξει εντελώς. Έχω κάνει μεγάλες τοποθετήσεις στην Ελλάδα, επειδή βρίσκω πολύ καλές ευκαιρίες, πολύ καλά διοικούμενες εταιρείες και πολύ φθηνές αποτιμήσεις. Η Ελλάδα μόλις τώρα βγαίνει από την κρίση. Καθώς έχουν μειώσει το κόστος τους σε πολύ χαμηλό επίπεδο, η αύξηση της κερδοφορίας θα είναι τεράστια, αν έχουμε θετικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ", δήλωσε στο Bloomberg ο κ. Κόντε, ο οποίος διαχειρίζεται 2,8 δις. δολάρια από το Λονδίνο.
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι η ύφεση της ελληνικής οικονομίας αποκλιμακώνεται και ότι η κυβέρνηση προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,6% για το 2014. Οι ροές σε μετοχικά κεφάλαια που επενδύουν στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 129% από την αρχή του 2013 έως τις 28 Οκτωβρίου, έναντι αύξησης 15% για την Ευρώπη ως σύνολο, σύμφωνα με στοιχεία της EPFR Global Inc. Οι επενδυτές έχουν διοχετεύσει το ποσό των 179 εκατ. δολαρίων σε ελληνικές μετοχές φέτος, σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά. "Μόλις πριν από εννιά μήνες, το κλίμα διεθνώς ήταν "δεν θέλω να ακουμπήσω τίποτε ελληνικό, ούτε καν το γιαούρτι"", δήλωσε ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς κ. 'Ανθιμος Θωμόπουλος, προσθέτοντας: "Τώρα, οι επενδυτές θέλουν να βλέπουν μόνο την Ελλάδα. Είναι μία περίεργη αγορά με τη δική της ιδιοσυγκρασία, όπου επενδύονται χρήματα σε μία αναπτυγμένη οικονομία, αν και είναι εξαντλημένη, με προσδοκίες ανόδου με ένα ισχυρό νόμισμα ανάλογες με αυτές των αναδυόμενων αγορών".
Η MSCI, οι μετοχικοί δείκτες της οποία ακολουθούνται από επενδυτές με έναν ενεργητικό της τάξης των 7 τρις. δολαρίων περίπου, επιβεβαίωσε φέτος τον Ιούνιο ότι θα κατατάξει την Ελλάδα στις αναδυόμενες αγορές από τις αναπτυγμένες, όπου την είχε τοποθετήσει από το 2001. Τα κεφάλαια που επενδύουν στις αναδυόμενες αγορές, με υποχρέωση να ακολουθούν τους δείκτες της MSCI, θα έχουν δυνατότητα να επενδύουν σε ελληνικές μετοχές, αφού λάβει χώρα η αλλαγή αυτή μετά το κλείσιμο της διαπραγμάτευσης στις 26 Νοεμβρίου. Ο Μαρκ Μόμπιους, ο οποίος επιβλέπει κεφάλαια ύψους 53 δις. δολαρίων ως εκτελεστικός Πρόεδρος του Templeton, δήλωσε ότι εξετάζει τις εισηγμένες τράπεζες, εταιρείες λιανικής και μόδας καθώς και μεταποιητικές εταιρείες. "Παρά το προβλήματα της Ελλάδας, βλέπουμε δυνητικές μακροπρόθεσμες ευκαιρίες. Υπάρχει μία αντίληψη ότι η Ελλάδα ανακάμπτει και, με τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, η ανάπτυξη θα μπορούσε να ενισχυθεί σημαντικά", δήλωσε ο Μόμπιους στο Bloomberg.
"Η Ελλάδα θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα για τους πελάτες μας", δήλωσε ο Μπέντζαμιν Σάμιουελς, επικεφαλής του τμήματος πωλήσεων μετοχών της RenCap, προσθέτοντας: "Έχουμε ήδη προγραμματίσει δύο - τρία ταξίδια πελατών μας στην Ελλάδα για να τους βοηθήσουμε να γνωρίσουν την αγορά. Αυτό θα είναι πολύ συναρπαστικό, ως μία νέα αγορά". Καθώς η Ελλάδα θα αποκτήσει μεγαλύτερο επενδυτικό βάρος στην κατηγορία των αναδυόμενων αγορών, αυτό μπορεί να βοηθήσει τις ελληνικές μετοχές, αντίθετα με ότι συνέβη στην περίπτωση του Ισραήλ, το οποίο αναβαθμίστηκε από την MSCI στην κατηγορία των αναπτυγμένων αγορών, αναφέρει το Bloomberg.
Ενώ οι διαχειριστές κεφαλαίων που επενδύουν σε αναδυόμενες αγορές αναμένουν την υλοποίηση της απόφασης της MSCI σχετικά με την Ελλάδα, τα ταμεία αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds), μεταξύ των οποίων το Paulson & Co του Τζον Πόλσον και το Third Point του Dan Loeb, έχουν προχωρήσει ήδη σε αγορές ελληνικών μετοχών, αναφέρει το δημοσίευμα. Ο Πόλσον αγόρασε μετοχές της Alpha Bank στο τρίτο τρίμηνο στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης της τράπεζας, ενώ αγόρασε και warrants για να αποκτήσει 7,41 επιπλέον μετοχές για κάθε κοινή μετοχή που κατέχει. Το Third Point ανακοίνωσε τον Απρίλιο ότι θα ίδρυε ένα ταμείο με επίκεντρο την Ελλάδα, ενώ ο χρηματοπιστωτικός όμιλος Fairfax Financial Holdings αγόρασε φέτος μετοχές στην Eurobank Properties Real Estate έναντι 164 εκατ. ευρώ, αυξάνοντας το μερίδιο του στο 42% από 19% και επίσης αύξησε το ποσοστό του στην εταιρεία Mytilineos Holdings στο 5,2%.
Οι "αρκούδες" (οι απαισιόδοξοι), σημειώνει το δημοσίευμα, λένε ότι το ράλι των μετοχών έχει ενσωματώσει ήδη την οικονομική βελτίωση στην Ελλάδα. Η κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου της Αθήνας αντιστοιχεί σε 32 φορές τα εκτιμώμενα κέρδη των εισηγμένων επιχειρήσεων έναντι 11 φορές που είναι ο μέσος όρος 5ετίας και 14,9 φορές στην περίπτωση του πανευρωπαϊκού δείκτη μετοχών Stoxx Europe 600. "Η Ελλάδα είναι μικρή αγορά με διακυμάνσεις και δεν θα ήταν σκόπιμο να την επιλέξουμε για τους πελάτες μας", δήλωσε ο επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής της μονάδας διαχείρισης πλούτου της Barclays κ. Κέβιν Γκάρντινερ.
Η PwC είχε εκτιμήσει στην αρχή του έτους ότι οι πωλήσεις των NPLs για το 2013 θα έφθαναν τα 60 δισ. ευρώ, όριο το οποίο αναμένεται τελικά να ξεπεραστεί. Ήδη, η PwC διαπραγματεύεται πωλήσεις χαρτοφυλακίων συνολικού ύψους 8 δισ. ευρώ, που αναμένεται να ολοκληρωθούν πριν το τέλος του έτους.