Τα επτά αιτήματα που δεν έκανε δεκτά το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής
Αποφασισμένη να στηρίξει το Ταμείο των δημοσιογράφων, τον ΕΔΟΕΑΠ, δηλώνει η κυβέρνηση καθώς και τη δρομολόγηση της δημοπρασίας των επτά τηλεοπτικών αδειών από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ).
Πηγές του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής επισημαίνουν ότι τα παραπάνω ζητήματα ολοκληρώνουν μια μακρά πορεία για τη ρύθμιση βασικών θεμάτων του Τύπου. Προτεραιότητα συνεχίζει να αποτελεί η διατήρηση της απασχόλησης στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, καθώς και η εφαρμογή των νόμων, του Συντάγματος και των αποφάσεων του ΣτΕ, τονίζουν οι ίδιες πηγές.
Εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, άρχισε διάλογος με κάθε ενδιαφερόμενο, ώστε να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση για τη στήριξη των Μέσων Ενημέρωσης και των εργαζομένων τους. Επισημαίνεται ότι παρόμοιες πρωτοβουλίες έχουν ληφθεί και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ. στη Γαλλία), σε μια προσπάθεια να στηριχθεί ένας κλάδος που επλήγη βαθιά από την κρίση.
Στο πλαίσιο αυτό υπήρξε σήμερα συνάντηση των καναλαρχών (Δ.Κοντομηνάς, Ι.Αλαφούζος, Θ.Κυριακού, Ι.Βαρδινογιάννης) στο Μέγαρο Μαξίμου με τον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής Νίκο Παππά. Παρών στη συνάντηση ήταν και ο υπουργός Επικρατείας, αρμόδιος για τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου, Αλ. Φλαμπουράρης.
Στη συζήτηση οι ιδιοκτησίες των τηλεοπτικών σταθμών κατέθεσαν μία σειρά από αιτήματα. Μεταξύ άλλων ζήτησαν, σύμφωνα με τις πηγές του υπουργείου:
1. Να μειωθεί ο κατώτατος αριθμός εργαζομένων ανά αδειοδοτημένο τηλεοπτικό σταθμό από τους 400 στους 300.
2. Να υπολογίζονται στον αριθμό των εργαζομένων και όσοι εργάζονται σε εταιρείες-υπεργολάβους των καναλιών.
3. Να χρεώνονται δορυφορικές πλατφόρμες και ΕΡΤ με 3 ευρώ ανά συνδρομητή το μήνα (δηλαδή γύρω στα 36 εκατ. ευρώ το χρόνο), τα οποία θα πιστώνονται οι τηλεοπτικοί σταθμοί.
4. Να αποσυρθεί η ΕΡΤ από τις διαφημίσεις.
5. Να καταργηθεί η εισφορά 1,5% υπέρ του κινηματογράφου.
6. Να αρθεί κάθε περιορισμός σε σχέση με την προέλευση κεφαλαίων.
7. Να μηδενιστεί ο φόρος διαφήμισης.
Πηγές του υπουργείου υπογραμμίζουν ότι «προφανώς αυτά τα αιτήματα δεν έγιναν δεκτά».
Η μόνη ρύθμιση που μπορούσε να υλοποιηθεί -στο πλαίσιο των αποφάσεων της κυβέρνησης- ήταν αυτή της μείωσης του Ειδικού Φόρου για τις διαφημίσεις από το 20% στο 5% και αυτή προκειμένου να στηριχθεί η αυξημένη συμμετοχή των επιχειρήσεων του Τύπου στον πόρο για τη διάσωση του ΕΔΟΕΑΠ (εισφορά 2% επί του τζίρου,), προσθέτουν οι ίδιες πηγές.
Η παραπάνω ρύθμιση που -σύμφωνα και με τη σχετική έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που κατατέθηκε ήδη στη Βουλή- επιφέρει μείωση των κρατικών εσόδων κατά 15 εκατ. ευρώ το 2018 (αφού προβλέπεται η εφαρμογή της από την 1η Απριλίου) και, ακολούθως, κατά 20 εκατ. ευρώ ετησίως.
Από τον φόρο αυτό, που -αν και νομοθετημένος, δεν εισπράχθηκε ποτέ επί ΝΔ και ΠΑΣΟΚ- η παρούσα κυβέρνηση εισέπραξε περίπου 90 εκατ. ευρώ από το 2015 ως σήμερα. Επίσης, αναγνωρίζοντας ότι το βάρος του φόρου είναι σημαντικό, ο καταλογισμός του αποτέλεσε ένα αντιστάθμισμα στο γεγονός ότι από την εκλογή αυτής της κυβέρνησης και μετά ήταν αδύνατο, για γνωστούς συνταγματικούς και πολιτικούς λόγους, να χρεωθεί τίμημα για τις άδειες.
Σύμφωνα με το υπουργείο, η ρύθμιση της μείωσης του φόρου θα ισχύει από 1η Απριλίου και θα αφορά προφανώς στους σταθμούς που θα έχουν αδειοδοτηθεί και θα λειτουργούν μετά το διαγωνισμό του ΕΣΡ. Εάν καθυστερήσει η αδειοδότηση, καθυστερεί και η μείωση του φόρου. Η δε μείωση του, δεν αποτελεί «δώρο» στους καναλάρχες, τονίζουν πηγές του υπουργείου. Το Δημόσιο θα ωφεληθεί από τα χρήματα που θα καταβληθούν για τις άδειες (24,5 εκατ. ευρώ ετησίως κατ' ελάχιστο, αφού -σε περίπτωση που εκδηλωθεί αυξημένο ενδιαφέρον- το τίμημα θα αυξηθεί), καθώς και από τις επιπλέον εισφορές που θα εισπράξει και τους φόρους από την αύξηση της απασχόλησης στα πανελλαδικά κανάλια (όπου αυτή τη στιγμή εργάζονται περίπου 1.800 άτομα και θα αυξηθούν στα 2.800 μετά την αδειοδότηση). Το ισοζύγιο θα είναι, λοιπόν, ξεκάθαρα θετικό.
Τέλος, οι ίδιες πηγές του υπουργείου ΨΗΠΤΕ σημειώνουν ότι ανάλογα μέτρα θα ληφθούν για την στήριξη των μέσων Ενημέρωσης και στο διαδίκτυο και στο ραδιόφωνο αλλά και στον έντυπο Τύπο. «Αρχίζει ένας εντατικός, συμπαγής και σύντομος διάλογος με τους ενδιαφερόμενους και θα καταλήξουμε πολύ σύντομα», επισημαίνουν.