Μακρόπουλος: Το τελευταίο συγκινητικό τηλεφώνημα από τον Βασίλη Καρρά – «Μου είπε “πιτσιρίκο, δεν πρόλαβα να το πω εγώ…”»

Μακρόπουλος: Το τελευταίο συγκινητικό τηλεφώνημα από τον Βασίλη Καρρά – «Μου είπε “πιτσιρίκο, δεν πρόλαβα να το πω εγώ…”»

«Ξεκίνησε να κλαίει, να κλαίω και εγώ και κλείσαμε το τραγούδι»

Στην εκπομπή του Γρηγόρη Αρναούτογλου, «The 2Night Show», ήταν καλεσμένος ο Νίκος Μακρόπουλος, το βράδυ της Τετάρτης 7 Φεβρουαρίου. Ο αγαπημένος τραγουδιστής μίλησε για τα φωτιστικά από μπουκάλια που φτιάχνει, την επαγγελματική του ζωή και τη σχέση του με τον Βασίλη Καρρά, καθώς επίσης και για την τραπ μουσική. Παράλληλα, αναφέρθηκε και στα πρώτα του βήματα που αρκετοί τον αποκαλούσαν σνομπ και απόμακρο.

«Είχα πει να κάνω έκθεση με τα φωτιστικά αλλά με τη δουλειά το άφησα στην άκρη. Έχω και eshop, είναι όλα έτοιμα αλλά “κλειδωμένα”. Έχω φτιάξει πάνω 300 φωτιστικά! Τα μπουκάλια όσο μπαίνεις μέσα και ψάχνεις να βρεις τόσο εντυπωσιάζεσαι πόσο όμορφα μπουκάλια υπάρχουν. Ειδικά τα εξάλιτρα είναι πολύ εντυπωσιακά. Κάποτε έλεγα ότι το χόμπι μου το έκανα επάγγελμα και είμαι ευτυχισμένος. Αλλά τώρα είμαι ευτυχισμένος! Το κάθε μπουκάλι μπορεί να πάρει από μία ώρα μέχρι δέκα ώρες. Κάποια στιγμή είχαμε πει ότι θα κάνουμε μια έκθεση αλλά προέκυψε ό,τι προέκυψε και δεν έγινε!

Τα τραγούδια της χαράς δεν πουλάνε, μόνο της λύπης. Η νύχτα πέρασε δύσκολα και τραγικά τα χρόνια του κορονοϊού. Υπήρξαν άνθρωποι που παράτησαν μια δουλειά που έκαναν πάνω από 20 χρόνια και άλλαξαν δουλειά. Εγώ έχασα δύο μουσικούς. Γίνονται πωλητές, αποθηκάριοι! Εμάς η δουλειά μας είναι σαν τα εποχιακά. Αν αναλογιστείς ότι δουλεύουμε δύο φορές την εβδομάδα, βγαίνουν 104 εμφανίσεις και τους 12 μήνες. Είναι δύσκολο να βιοποριστεί κανείς με τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Δούλευα 7 στα 7 στη Θεσσαλονίκη, δεν ήξερα αν είναι Δευτέρα ή αν είναι Σάββατο. Ο κόσμος μετά το κλείσιμο του κορονοϊού βγήκε, ανοίχτηκε, άλλαξε. Δουλεύουν όλα τα μαγαζιά αλλά είναι δύο μέρες την εβδομάδα».

 

«Ήμουν ντροπαλός και αυτή η ντροπή που είχα ήταν μια εγκράτεια που έλεγαν ότι είμαι σνομπ, απόμακρος, κρύος. Ήμουν ντροπαλός, δίσταζα να πω μη γνωρίζοντάς σε για παράδειγμα “Γειά σου, Γρηγόρη”. Δεν ξέρω αν έκανα καλά ή λάθος αλλά αυτός είναι ο χαρακτήρας μου. Ήμουν μαζεμένος! Το πρώτο μαγαζί που βγήκα ήμουν στην Κηφισιά και ήμουν πολύ μαζεμένος, μαγκωμένος. Και τώρα συνεχίζω να είμαι εγκρατής, το βλέπεις πάνω στην σκηνή. Μου έλεγαν να σπάσω τη μέση αλλά δεν γινόταν!».

 

«Κλείνοντας έναν κύκλο, κλείνει μια γενιά και μια ηλικία που δεν θα γυρίσει αυτού του είδους άκουσμα. Δεν σε στεναχωρεί γιατί λες ότι αφού έφυγε ο τελευταίος, μένει να πάρει σειρά ο πρώτος της νέας γενιάς. Έχω ένα παιδί που μεγάλωσε με τη rap, δεν καταλάβαινα ποτέ τι ακούει αλλά το σεβόμουν. Μέχρι τη ραπ υπήρχε προβληματισμός, στην τραπ έχουν αλλάξει λιγάκι τα πράγματα. Με στεναχωρεί που οι νέες γενιές μεγαλώνουν με πρότυπα τα ναρκωτικά, τις ληστείες, τα όπλα. Το να γίνεις γκάνγκστερ και εγκληματίας για να κάνεις λεφτά; Αυτός είναι ο τρόπος; Με στεναχωρεί. Στην ραπ είχαν κάτι να πουν. Η τραπ έχει περάσει σε άλλο επίπεδο, δεν την κατακρίνω αλλά στεναχωριέμαι».

«Η σχέση με τον Βασίλη Καρρά είναι γνωστή, έχουμε δουλέψει μαζί. Είχαμε μια σχέση αγάπης, εκτίμησης και σεβασμού. Με πήρε δύο μήνες πριν φύγει από τη ζωή και μου λέει "Πιτσιρίκο, θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Να πεις ένα τραγούδι και να βάλεις την ψυχή σου". Ξεκίνησε να κλαίει, να κλαίω και εγώ και κλείσαμε το τραγούδι. Την άλλη μέρα του έστειλα το τραγούδι, με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει "Σε ευχαριστώ γιατί έβαλες την ψυχούλα σου". Το κλείσαμε γιατί κλαίγαμε και οι δύο. Ήταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε γιατί μετά από λίγες εβδομάδες έφυγε.

Δεν ήταν μόνο επιθυμία του, μου είπε επί λέξη "Είναι ένα τραγούδι που δεν πρόλαβα το πω εγώ και θέλω να το πεις εσύ". Έμεινα συγκλονισμένος με το τηλέφωνο αυτό. Δεν το έχω αγγίξει καν. Περίμενα να κλείσουν 40 μέρες του Βασίλη και σεβάστηκα αυτό. Εγώ αυτό που είπα και στο μαγαζί και ήταν τα 40 του, έκλεισα με ένα τραγούδι του γιατί έτσι θέλω να μας θυμάται, με χαμόγελο. Γιατί πάντα είχε ένα χαμόγελο στα χείλη ο Βασίλης. Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι όταν ήμασταν στην Αυστραλία και τότε είχε στραμπουλήξει το πόδι και τον κυκλοφορούσαμε με ένα αμαξίδιο. Πάμε σε ένα μαγαζί να φάμε και τρώει δύο πάπιες. Την άλλη μέρα σηκώθηκε μόνος του, δεν ήξερε αγγλικά και πήγε στο κινέζικο να φάει πάπια μόνος του. Και παίρνει την Κινέζα αγκαλιά, της δείχνει την πάπια και της λέει "παπαπα, δύο"».