Ο αντικομφορμιστής Κλιντ Ίστγουντ, το πρώτο Όσκαρ και ο Τζιν Χάκμαν
Πέρασαν κιόλας 30 χρόνια από το κορυφαίο γουέστερν των τελευταίων πέντε δεκαετιών, μετά το κλασικό Χόλιγουντ ή την αναβίωση του είδους από τον Σαμ Πέκινπα και το «σπαγγέτι γουέστερν», με βασικό εκπρόσωπο τον Σέρτζιο Λεόνε. Είναι το τελευταίο γουέστερν που γύρισε ως σκηνοθέτης και ως πρωταγωνιστής ο Κλιντ Ίστγουντ. Σημαδιακό, καθώς του έδωσε το πρώτο Όσκαρ σκηνοθεσίας και τον κατέστησε έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς της Αμερικής, σε μια εποχή που άρχισαν να φαίνονται έντονα τα πρώτα φαινόμενα της εισβολής των τεχνοκρατών, των ανθρώπων που κοίταγαν μόνο τα νούμερα στο Χόλιγουντ, ενώ ταυτόχρονα η κυριαρχία του κομφορμισμού έγινε απαραίτητο εφόδιο για κάθε επαγγελματία του κινηματογράφου.
Ο «ασυγχώρητος» αντικομφορμιστής Κλιντ Ίστγουντ, έχοντας πιάσει τα 60 του χρόνια, το 1992, θα παραδώσει ένα ουσιαστικά αντιγουέστερν, αντιστρέφοντας εν πολλοίς τους ρόλους των μοναχικών ηρωικών πιστολάδων, κάνοντας κομμάτια τα στερεότυπα του κλασικού γουέστερν, πατώντας και στην παρακαταθήκη που είχαν αφήσει οι μέντορές του Ντον Σίγκελ και Σέρτζιο Λεόνε.
Τέτοιες μέρες πριν από 30 χρόνια, κατά την πρώτη προβολή των «Ασυγχώρητων», η Αμερική υποκλινόταν στον Κλιντ Ίστγουντ, οι κριτικοί σε όλο τον κόσμο τον αποθέωναν, ενώ ακόμη και το περιβόητο αμερικανικό Box-Office του έδινε την πρώτη θέση για τρεις εβδομάδες, φέρνοντας στα ταμεία της Malpaso Productions (του Ίστγουντ) και της Warner Bros πάνω από τα δεκαπλάσια του κόστους της ταινίας, που άγγιξε τα 15 εκατομμύρια δολάρια.
Εν αρχήν είναι ο λόγος...
Όλα ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα από το 1992, καθώς ο Ίστγουντ ενθουσιάστηκε από το σενάριο, που είχε γράψει από τα τέλη της δεκαετίας του '70 ο σημαντικός σεναριογράφος Ντέιβιντ Γουέμπ Πίπολς («Μπλέιντ Ράνερ») και είχε ενδιαφερθεί για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά καθυστερούσε τα γυρίσματα, για να πιάσει την κατάλληλη ηλικία του ήρωα, ενώ ήθελε να είναι και το τελευταίο γουέστερν που θα πρωταγωνιστούσε. Το ευτύχημα, όπως αποδείχθηκε, ήταν ότι στο τέλος ανέλαβε και τη σκηνοθεσία, έχοντας δίπλα του ένα πανάξιο επιτελείο συντελεστών και ηθοποιούς που θα έδιναν όλο τους το είναι για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, αναλύεται στο ΑΠΕ ΜΠΕ.
Το μοντέλο του πιστολά κομμάτια
Το σενάριο, φαινομενικά ακολουθεί το μοντέλο του πιστολά που επιστρέφει για τελευταία φορά προκειμένου να ξεκαθαρίσει παλιούς λογαριασμούς. Όμως αυτή τη φορά, πρόκειται για έναν γερασμένο παροπλισμένο άθλιο πιστολά, που τα χέρια του τρέμουν, το μπόι του δεν κρατιέται γερά πάνω στο άλογο, έχει γίνει χοιροβοσκός, έχει μείνει χήρος με δυο παιδιά, ζει μέσα στη λασπουριά και τη μιζέρια. Ένας νεαρός, όμως, θα του ξυπνήσει το παρελθόν του, ζητώντας του με αμοιβή χίλια δολάρια να εκδικηθεί ένα προαγωγό γυναικών και τον προστάτη του, ένα βάναυσο, στα όρια της παράνοιας σερίφη και αφεντικό της πόλης Μπιγκ Ουίσκι. Με τη βοήθεια του παρορμητικού νεαρού κι ενός ακόμη γερασμένου μαύρου, παλιού σύντροφο του απόμαχου πιστολά, που έχει κι αυτός παροπλιστεί, θα ξεκινήσουν την παράτολμη αποστολή τους, με κατάληξη την πόλη που διαφεντεύει ο σερίφης.
Απαισιόδοξο και βραδυφλεγές
Ο Ίστγουντ, στήνει με μαεστρία, ένα κλειστοφοβικό, μαύρο, απρόσμενα απαισιόδοξο αντικομφορμιστικό, βραδυφλεγές γουέστερν, ενώ ταυτόχρονα πετάει από πάνω του τον ψυχρό ανέκφραστο εκτελεστή, που κάνει τα εξάσφαιρα να κελαηδούν. Είναι γερασμένος, με σάρκα και οστά, αδυναμίες, φόβους, έτοιμος να καταρρεύσει. Η αμοιβή είναι η δικαιολογία, το θέμα είναι η επιστροφή στη δράση, για μια στιγμή, για ένα τέλος δοξασμένο. Συνάμα, όμως, είναι και η αφορμή για να μιλήσει για σοβαρά ζητήματα - αρκετές φορές προφητικά- που αρχίζουν να κυριεύουν την αμερικάνικη κοινωνία, όπως είναι η βίαιη επικράτηση των ισχυρών, η κομφορμιστική διάθεση με το επιχείρημα «έτσι είναι ο κόσμος και δεν αλλάζει», ακολουθώντας υποτακτικά τα «θέλω» των ισχυρών, ενώ σχολιάζει καυστικά και τη θέση της γυναίκας, ως το πιο εύκολο θύμα της αγριότητας του καπιταλισμού. Και όχι μόνο, καθώς είναι αυτές που διαθέτουν τη δύναμη να αντισταθούν στη βαναυσότητα, να κάνουν το παν για να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Ο Ίστγουντ, κινηματογραφεί με αργούς ρυθμούς, χρησιμοποιώντας υποφωτισμένα πλάνα, πυροδοτεί σιγά σιγά την ιστορία του, σε απόλυτη αρμονία με το ύφος της ταινίας του, κομματιάζει τα κλισέ και η δραματουργία καθορίζει κάθε πυροβολισμό, ενώ τα βλέμματα, οι κινήσεις μοιάζουν εύθραυστες, σχεδόν αποκαρδιωτικές μπροστά στον τύραννο σερίφη, που αστράφτει από τοξική ισχύ. Ναι, είναι μια στενάχωρη ταινία, δεν μπορούσε να ναι κάτι άλλο.
Ο εκπληκτικός Τζιν Χάκμαν και η... κρέμα
Αν όμως όλα λειτουργούν άψογα στα γυρίσματα, αυτό οφείλεται και στους σημαντικούς ηθοποιούς που έχει επιλέξει για το καστ ο Ίστγουντ. Ο ένας καλύτερος απ' τον άλλο, αλλά κακά τα ψέματα, ο Τζιν Χάκμαν, στον ρόλο του διεστραμμένου σερίφη, κάνει μια εμβληματική ερμηνεία, καθώς καταφέρνει να είναι απ' τη μια απελπιστικά τρομαχτικός και απ' την άλλη τόσο ελκυστικός, τόσο χαρισματικός, που δεν θες να βγαίνει ποτέ από το πλάνο. Ο Τζιν Χάκμαν, που στη μακρά του πορεία έδειξε το πολυσύνθετο ταλέντο του, την ιδιοφυή αστραφτερή υποκριτική του ικανότητα, αλλά μπορούσε να είχε κάνει πολύ περισσότερα στο σινεμά, είναι εκπληκτικός και ο Ίστγουντ σοφά του δίνει το ρόλο που παίρνει όλη την κρέμα των ερμηνειών, αλλά και το Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Η σεκάνς στην αντιπαράθεση του Χάκμαν, με τον φημισμένο πιστολά Ρίτσαρντ Χάρις (ακόμη μία εξαιρετική ερμηνεία), που θα ματαιώσει άδοξα την πολυαναμενόμενη μονομαχία των δυο τους, μπαίνει σίγουρα στη Βίβλο με τις δέκα καλύτερες όλων των εποχών.
Τα καλούπια είναι για να σπάνε
Ο Ίστγουντ, με εμπειρία αιώνων, θα 'λεγε κανείς, θα σπάσει το καλούπι του μοναχικού ήρωα, θα μεταμορφωθεί σε έναν αντιήρωα, που προκαλεί θλίψη, αλλά διαθέτει ακόμη την καρδιά για να τη διαθέσει. Δίπλα του ο Μόργκαν Φρίμαν, αψεγάδιαστος, ενώ θαυμαστές είναι και οι ερμηνείες των Σαούλ Ρούμπινεκ, Τζέιμς Γουόλβερτ, Άννα Τόμσον, Φράνσις Φίσερ, Πάιπερ Φέργκιουσον, Ρόμπ Κάμπελ. Και βεβαίως τα εύσημα ανήκουν και στους στενούς συνεργάτες του Κλιντ Ίστγουντ, τον διευθυντή φωτογραφίας Τζακ Γκριν, τον μοντέρ Τζόελ Κοξ και τον μουσικό της τζαζ Λένι Νιχάουζ.
Τα Όσκαρ και η θυσία του Κλιντ
Τα τέσσερα Όσκαρ που κέρδισαν «Οι Ασυγχώρητοι» (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Β' Ανδρικού Ρόλου και Μοντάζ) από τις εννέα συνολικά υποψηφιότητες, ήταν το επιστέγασμα μιας συνολικής δουλειάς, με τον Κλιντ Ίστγουντ, εν αντιθέσει με πολλούς συναδέλφους του, να βάζει κάτω την υστεροφημία του, τη δόξα του ονόματός του, το σταριλίκι του, προς το συμφέρον του συνολικού αποτελέσματος, δίνοντας το παράδειγμα. Οι μεγάλες κινηματογραφικές στιγμές θέλουν θυσίες και πίστη στις ιδέες και αρχές του δημιουργού, κόντρα στα στερεότυπα, στις εύκολες λύσεις, τις έτοιμες δοκιμασμένες συνταγές, τα εισπρακτικά μοντέλα επιτυχίας. Και αυτοί που αγαπούν πραγματικά τον κινηματογράφο ξέρουν να αναγνωρίζουν και να επιβραβεύουν.