Τι αναφέρει η επιστολή για τη μη ένταξη των διαδικτυακών επιχειρήσεων ενημέρωσης στο πρόγραμμα χρηματοδότησης
Η Ένωση Εκδοτών Διαδικτύου απέστειλε επιστολή προς τον υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ στον υπουργό Επικρατείας, Θεόδωρο Λιβάνιο για την μη ένταξη των διαδικτυακών επιχειρήσεων ενημέρωσης στο πρόγραμμα χρηματοδότησης για την οικονομική στήριξη επιχειρήσεων έκδοσης εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας και περιφερειακών και τοπικών εφημερίδων, των παρόχων περιεχομένου περιφερειακής εμβέλειας επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης, των ραδιοφωνικών σταθμών και του περιοδικού τύπου.
Η επιστολή αναφέρει: Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Ι. Με την πρόσφατη, από 28/7/2021 Κοινή Υπουργική Απόφαση, υπ΄αριθμ. 165, εκδοθείσα εξ Υμών και εκ του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 3449/29.07.2021), θεσπίστηκε πρόγραμμα χρηματοδότησης για την οικονομική στήριξη επιχειρήσεων έκδοσης εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας και περιφερειακών και τοπικών εφημερίδων, των παρόχων περιεχομένου περιφερειακής εμβέλειας επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης, των ραδιοφωνικών σταθμών και του περιοδικού τύπου.
ΙΙ. Βάσει του εν λόγω προγράμματος, παρέχεται συνολική κάλυψη ως προς την εισφορά της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 6 του α.ν. 248/1967 (ήτοι για την καταβλητέα προς τον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. ειδική εργοδοτική εισφορά 2% επί του ετήσιου κύκλου εργασιών των Μ.Μ.Ε.) για τα έτη 2017 έως και 2020 και μέχρι συνολικού ποσού 20.000.000 Ευρώ που θα βαρύνει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού της Προεδρίας της Κυβέρνησης μετά από ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό.
ΙΙΙ. Με ιδιαίτερη έκπληξη διαπιστώσαμε, πως παρά το ότι η εν λόγω ειδική εισφορά βαρύνει, ως γνωστόν και τα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης, τα τελευταία, όλως αδικαιολογήτως, έχουν εξαιρεθεί από το ρυθμιστικό πεδίο της Κ.Υ.Α. Σημειώνεται, δε ότι η επέκταση της εν λόγω ειδικής εισφοράς στα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης έλαβε χώρα το 2017 (με το άρθρο 24 του Ν. 4498/2017) παρά το ότι μέχρι τότε οι δημοσιογράφοι – εργαζόμενοι στα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης δεν είχαν δικαίωμα ασφάλισης στον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. και προκειμένου να καλυφθεί το τεράστιο έλλειμα του τελευταίου με το οποίο, φυσικά τα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης μέχρι τότε δεν είχαν καμία σχέση.
IV. Και ενώ, συνεπώς, από το 2017, κληθήκαμε, επί της ουσίας και εντελώς αδικαιολόγητα να συνδράμουμε στην κάλυψη του ελλείματος του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π., που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο λειτουργίας των «παραδοσιακών» μέσων ενημέρωσης (τηλεόραση, έντυπος τύπος και ραδιόφωνο), με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι, με την ως άνω Κ.Υ.Α., η μεγάλη πλειοψηφία αυτών επί της ουσίας απαλλάσσεται από την εν λόγω εισφορά, για τα έτη 2017 έως 2020, ενώ εμείς από την πλευρά μας εξακολουθούμε να βαρυνόμεθα με την εν λόγω υποχρέωση!
V. Είναι, δε, αξιοσημείωτο, ότι η ίδια ως άνω Κ.Υ.Α., ως δικαιολογητικούς λόγους περί θεσμοθέτησης της εν λόγω χρηματοδότησης αναφέρει τους εξής: (α) την ανάγκη οικονομικής στήριξης των επιχειρήσεων έκδοσης εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας, καθώς και των αντίστοιχων περιφερειακών και τοπικών εφημερίδων, των παρόχων περιεχομένου περιφερειακής εμβέλειας επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης, των ραδιοφωνικών σταθμών και του περιοδικού τύπου, καθώς προάγουν την πολυφωνία, τον πλουραλισμό και την ποιότητα στο δημόσιο διάλογο, (β) το γεγονός ότι οι ως άνω επιχειρήσεις επλήγησαν ιδιαιτέρως κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση και τις δυσχερείς συνθήκες που προκλήθηκαν από την πανδημία του COVID-19, καθώς και λόγω της οικονομικής αβεβαιότητας που προκύπτει από συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής δυσπραγίας, εξαιτίας των έκτακτων μέτρων που έχουν ληφθεί για την αποτροπή της διασποράς του κορωνοϊού, (γ) την ανάγκη στήριξης των εργαζομένων που απασχολούνται στις ως άνω επιχειρήσεις, της διατήρησης των υφιστάμενων θέσεων απασχόλησης και της αποτροπής επιδείνωσης του εργασιακού περιβάλλοντος στο ως άνω πεδίο οικονομικής δραστηριότητας, εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών που διαμορφώθηκαν από την πανδημία, (δ) την ανάγκη διασφάλισης της τήρησης της δημοσιογραφικής ηθικής και δεοντολογίας, όπως αυτές αποτυπώνονται στους σχετικούς Κώδικες Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας, ως προϋπόθεση για την υπαγωγή μιας εκ των δικαιούχων επιχειρήσεων στο πρόγραμμα χρηματοδότησης.
VI. Είναι προφανές ότι το σύνολο των ως άνω λόγων, όχι απλά υφίσταται, αλλά συντρέχει μετ΄ επιτάσεως στα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης. Τα τελευταία και ειδικότερα τα μέλη μας δεν έχουν λάβει ποτέ καμία κρατική ενίσχυση αντίστοιχη με αυτές που έχουν λάβει τα «παραδοσιακά» μέσα μαζικής ενημέρωσης ενώ παράλληλα η ένωσή μας είναι η μόνη που έχει θεσπίσει κανόνες δεοντολογίας για το διαδίκτυο και συγκεκριμένη μεθοδολογία για τη μέτρηση της επισκεψιμότητας. Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον κατ΄ ουσία «αθέμιτου φορολογικού ανταγωνισμού» εις βάρος των ελληνικών διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης, καθώς οι βασικοί ανταγωνιστές μας – πολυεθνικές αλλοδαπές επιχειρήσεις που λαμβάνουν τη συντριπτική πλειοψηφία των διαφημίσεων (λ.χ. Google, Facebook κλπ) δεν έχουν καν εγκατάσταση στη χώρα μας και έτσι δεν υπόκεινται ούτε στη φορολογία εισοδήματος (και άλλων φόρων), ούτε φυσικά σε καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Σημειώνεται ότι άλλες χώρες έχουν ήδη θεσπίσει ειδική φορολογία εις βάρος των τελευταίων και, εκ των οικείων πόρων, έχουν χρηματοδοτήσει τα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης, κάτι που, βεβαίως, δεν έχει κάνει η χώρα μας.
VII. Ενόψει των ανωτέρων, καταδεικνύεται αναντίρρητα η δυσμενέστατη αντιμετώπιση του κλάδου μας, τη στιγμή, μάλιστα, που είναι πλέον σαφές πως οι Έλληνες πολίτες επιλέγουν το διαδίκτυο ως το πρώτο τη τάξει μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας τους (τούτο προκύπτει από το σύνολο των σχετικών ερευνών του πρακτορείου Reuters, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, του Ευρωβαρόμετρου κλπ).
VIII. Δεδομένων των ως άνω συνθηκών και της όλως αδικαιολόγητης εξαίρεσης των επιχειρήσεων του κλάδου μας από τον κύκλο δικαιούχων της χρηματοδότησης της ως άνω Κ.Υ.Α. (που ελπίζουμε να οφείλεται σε ακούσια παράλειψη που θα διορθωθεί εκ μέρους Σας άμεσα), σας ζητούμε να λάβει χώρα μεταξύ μας συνάντηση, ει δυνατόν περί τα τέλη Αυγούστου, προκειμένου να σας παρουσιάσουμε ένα τεκμηριωμένο σύνολο προτάσεων για την οικονομική στήριξη των διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης.