Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, λέει το γνωστό ελληνικό τραγούδι.
Και, κάπως έτσι φαίνεται ότι σκέπτονταν οι Σκωτσέζοι, εκατοντάδες χρόνια πριν, όπου προσλάμβαναν “ειδικούς” για να εξαγνίσουν νεκρούς από τις αμαρτίες τους !
Στη Σκωτία , λοιπόν, του 18ου και του 19ου αιώνα, οι οικογένειες συνήθιζαν να τοποθετούν ένα κομμάτι ψωμί στο στήθος των ετοιμοθάνατων συγγενών τους. Στη συνέχεια, πλήρωναν κάποιον για να φάει το ψωμί, πιστεύοντας ότι αυτό θα έδινε άφεση αμαρτιών στο νεκρό !
Από πού προήλθε το παράξενο αυτό τελετουργικό;
Και τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί οι αμαρτιοφάγοι ;
Η κατανάλωση φαγητού αμέσως μετά από μια κηδεία είναι έθιμο στη χώρα μας, ενώ και σε άλλες κουλτούρες δε σπανίζει η παράθεση δείπνου μετά την τελετή. Τους περασμένους δύο αιώνες, η κατανάλωση ποτού ήταν βασικό στοιχείο του αποχαιρετισμού ενός αγαπημένου προσώπου.
Όμως, οι αμαρτιοφάγοι ήταν κάτι το διαφορετικό, κυρίως λόγω του σημαντικού ρόλου, που έπαιζαν σε κάποιες εκφάνσεις της χριστιανοσύνης. Οι αμαρτιοφάγοι πραγματοποιούσαν μια τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας έπαιρναν πάνω τους τις αμαρτίες, που είχε κάνει ο νεκρός – αμαρτίες ασυγχώρητες ή ανομολόγητες στον ιερέα πριν το θάνατο. Οι συγγενείς τοποθετούσαν τελετουργικά ψωμί και ένα ποτήρι κρασί (ή μπύρα) πάνω στο σώμα του νεκρού, και στη συνέχεια καλούσαν τον αμαρτιοφάγο, ο οποίος τα κατανάλωνε και με τον τρόπο αυτό “χώνευε” τις αμαρτίες του νεκρού.
Συνήθως, ο αμαρτιοφάγος προσλαμβανόταν, όταν ο θάνατος του συγγενούς ήταν απροσδόκητος. Αντίθετα με κάποιες αντιλήψεις, ουδέποτε σημειώθηκε κατανάλωση σάρκας από το νεκρό σώμα και το έθιμο αυτό μοιάζει να είναι αποκλειστικό της Ευρώπης του 18ου και του 19ου αιώνα.
Με το πέρασμα του καιρού, το έθιμο έγινε τόσο δημοφιλές, που οι αμαρτιοφάγοι καλούνταν ακόμα και για περιπτώσεις ανθρώπων, που πέθαιναν από φυσικά αίτια – οι άνθρωποι πίστευαν πως η τελετή θα εμπόδιζε τις ψυχές των νεκρών από το να περιφέρονται μετά το θάνατο.
Η δουλειά του αμαρτιοφάγου δεν πληρωνόταν καλά. Ο αμαρτιοφάγος λάμβανε συνήθως μισό σελίνι (περίπου ένα ευρώ σε σημερινές τιμές, λαμβάνοντας υπ’ όψη και τον πληθωρισμό), ξέχωρα από το φτωχικό γεύμα. Ωστόσο, καμιά αμοιβή δεν έσβηνε το κοινωνικό στίγμα, που κουβαλούσε ένας αμαρτιοφάγος, και δεν τον ανακούφιζε από τη φτώχεια και τη μοναξιά του. Κάθε χωριό είχε το δικό του αμαρτιοφάγο, ο οποίος θεωρούνταν όλο και περισσότερο αποκρουστικός με κάθε τελετή, που πραγματοποιούσε.
Πολλές φορές, οι αμαρτιοφάγοι δοκίμαζαν τον αυστηρό έλεγχο της εκκλησίας, μιας και δεν ανήκαν ευθέως στις δομές της. Οι αμαρτιοφάγοι οικειοθελώς κουβαλούσαν τις αμαρτίες των νεκρών για το υπόλοιπο της ζωής τους, ουσιαστικά παραβαίνοντας τις διδαχές των περισσότερων χριστιανικών εκκλησιών, που δραστηριοποιούνταν εκείνη την εποχή.
Θα μπορούσε να εκλάβει κανείς την πρακτική της “κατανάλωσης αμαρτιών” σαν μια μακάβρια και λανθασμένη ερμηνεία της ιουδαϊκής παράδοσης. Οι Ιουδαίοι ιερείς ταύτιζαν τις αμαρτίες του ισραηλίτικου λαού με μια κατσίκα, την οποία και εγκατέλειπαν στην ερημιά κατά την εορτή του Γιομ Κιπούρ.
Η χρησιμοποίηση των αμαρτιοφάγων σβήνει στις αρχές του 20ου αιώνα.