Η CIA και το FBI κατασκόπευαν Αμερικανούς και μετανάστες από τα τέλη της δεκαετίας του ’50.
Από τις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου, το FBI και η CIA αγνοούσαν τους νόμους προκειμένου να κατασκοπεύουν τους Αμερικανούς πολίτες, ξεκινώντας με τους πρόσφυγες από την Ανατολική Ευρώπη που είχαν ζητήσει άσυλο στις ΗΠΑ.
Η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA) δεν είναι η μοναδική ομάδα κατασκοπείας που συνέλεξε δεδομένα Αμερικανών και που έκρυψε την αλήθεια από το κοινό. Το FBI και η CIA ακολούθησαν την ίδια ακριβώς στρατηγική μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση είτε αγνοούσε τους νόμους είτε περνούσε μυστικά αμφιλεγόμενη νομοθεσία για να καταστήσει την αδιακρισία της νομιμοφανή.
Αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αντιλήφθηκε πως υπήρξε μια τεράστια κοινότητα προσφύγων από την Ανατολική Ευρώπη που δεν παρακολουθούνταν. Η καταγραφή τους για την καταπολέμηση του κομμουνισμού που τόσο μισούσαν ήταν έμπνευση του Φρανκ Γουίσνερ, ενός πρώην δικηγόρου που έγινε πράκτορας.
Το 1948, ο Γουίσνερ και η ομάδα του πρότειναν στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (NSC) τη συστηματική "χρήση" των προσφύγων αυτών – και το Συμβούλιο ενέκρινε την πρόταση.
Δύο χρόνια αργότερα, το Μάρτιο του 1950, το Συμβούλιο εξέδωσε μια άκρως απόρρητη οδηγία (NSCID Aρ. 14), εξουσιοδοτώντας τόσο το FBI όσο και τη CIA να βρουν και να εκμεταλλευτούν από κοινού τις γνώσεις, την εμπειρία και το ταλέντο των περίπου 200.000 ανατολικοευρωπαίων προσφύγων που διέμεναν στις ΗΠΑ, όσο και των εκατοντάδων χιλιάδων που παρέμεναν παγιδευμένοι σε στρατόπεδα εκτοπισμένων στην Ευρώπη.
Το NSC, FBI και CIA αντιλαμβάνονταν πλήρως τουλάχιστον έναν από τους νόμιμους υπαινιγμούς της οδηγίας αρ. 14: Σίγουρα υπήρξαν συνεργάτες των Ναζί ανάμεσα στους ανατολικοευρωπαίους αυτούς –εθελοντές των SS, αντάρτες που έκαναν εθνοκαθάρσεις και μέλη φιλοναζιστικών ομάδων όπως της ρουμανικής Σιδηράς Φρουράς και των Κροατών Ουστάσι.
Για την αποφυγή μελλοντικών δυσχερειών και νομικών κωλυμάτων, το NSC εξουσιοδότησε το Υπουργείο Δικαιοσύνης να βρει τρόπους –νόμιμους και νομιμοφανείς – για να προστατεύσει το νέο του ψυχροπολεμικό στρατό.
Το πρόβλημα ήταν να εντοπιστούν όλοι αυτοί. Οι κατασκοπευτικές υπηρεσίες ξεκίνησαν να ζητούν από τις οργανώσεις προσφύγων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη τα στοιχεία των μελών τους. Ωστόσο, οι διευθυντές των προσφυγικών οργανώσεων θεώρησαν πως η παραχώρηση των στοιχείων αυτών θα ήταν ουσιαστικά μια παραβίαση προσωπικών δεδομένων και ίσως οδηγούσε σε εκβιασμούς των μελών τους.
Η CIA όμως είχε έναν άσο στο μανίκι της: ζήτησε από την Επιτροπή Εκτοπισμένων (Displaced Persons Commission, DPC), η οποία συνεργαζόταν με τις προσφυγικές οργανώσεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, να καθησυχάσει τους διευθυντές τους. Ο πρόεδρος του DPC, Ούγκο Καρούζι, δέχτηκε να ασκήσει πίεση.
Σε ένα υπόμνημα που στάλθηκε στις 21 Δεκεμβρίου του 1950 σε όλες τις προσφυγικές οργανώσεις των ΗΠΑ, ο Καρούζι έγραψε ότι "θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι η DPC έχει συμφωνήσει επίσημα με τη CIA να συνεργαστεί με κάθε δυνατό τρόπο. Επομένως, είναι επιθυμητό όλοι οι τοπικοί αντιπρόσωποι των οργανώσεων να γνωστοποιήσουν σε πιστοποιημένους πράκτορες της CIA τις διευθύνσεις των εκτοπισμένων".
Με τις ευλογίες της DPC, το FBI και η CIA προσέγγισαν τις προσφυγικές οργανώσεις· το FBI αποσκοπούσε στον εντοπισμό των κομμουνιστών και την αποκάλυψη τρομοκρατικών συνομωσιών κατά των ΗΠΑ. Η CIA είχε ευρύτερα και πιο φιλόδοξα σχέδια. Το 1952 η CIA είχε συγκροτήσει άτακτο στρατό ένοπλων και εκπαιδευμένων μαχητών, έτοιμων να πολεμήσουν τη Σοβιετική Ένωση την κατάλληλη στιγμή, ομάδες ανατολικοευρωπαίων εκτελεστών, σαμποτέρ και προπαγανδιστών, αλλά και ένα ευρύτατο δίκτυο κατασκόπων σε κάθε χώρα του ανατολικού μπλοκ.
Τα περισσότερα έγγραφα που ενέκριναν τη χρήση των προσφυγικών οργανισμών για την επιστράτευση πληροφοριοδοτών, κατασκόπων και ανταρτών έμειναν κρυφά έως τη δεκαετία του ’90, οπότε και αποχαρακτηρίστηκαν. Κάποια παραμένουν κρυφά, πάνω από 60 χρόνια μετά, και πολλά από τα έγγραφα είτε χάθηκαν είτε καταστράφηκαν εσκεμμένα για να μην αποκαλυφθεί ποτέ ολόκληρη η αλήθεια.